Thursday, April 28, 2016

Το φορολογικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, ακόμα περισσότερο μετά τις προτεινόμενες αλλαγές, εξακολουθεί να αποθαρρύνει, με εμπόδια και υπερφορολόγηση, την έντιμη και παραγωγική εργασία, την ώρα που το συνταξιοδοτικό σύστημα θα συνεχίσει να προσφέρει για πολλούς παροχές που δεν έχουν σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου και την προστασία των πραγματικά αδύναμων...ΣΕΒ

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία ...ΣΕΒ


Τρόικα και Κυβέρνηση αλληλέγγυοι….

Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) που συνοδεύει το νέο ασφαλιστικό και φορολογικό νομοσχέδιο, τα φορολογικά μέτρα θα αποδώσουν €1,7 δις. σε ετήσια βάση, ενώ προβλέπεται επίσης, μεταξύ άλλων, αύξηση των εισφορών επικουρικής ασφάλισης στη μισθωτή εργασία κατά 1% για 4 έτη.Τα βασικά μέτρα για το ασφαλιστικό θα αποδώσουν σε νέα έσοδα και περικοπές από το 2020 περί τα €2,9 δις. 


Η κυβέρνηση όμως περιορίζει σημαντικά την άμεση επίπτωση στους συνταξιούχους και έτσι το 2016 τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν αισθητά λιγότερα από €1 δις, προστατεύοντας προσωρινά ειδικά τους υφιστάμενους και προς άμεση συνταξιοδότηση δικαιούχους από μεγάλες περικοπές (Πίνακας 1). Δυστυχώς το ΓΛΚ, ενώ προσφέρει μια συχνά εκτενή ανάλυση των επιπτώσεων των παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό, δεν προσφέρει μια αντίστοιχη ανάλυση στην κατανομή των αναμενόμενων φοροεσόδων ανά προτεινόμενο προς ψήφιση μέτρο. Ο Πίνακας 2 συνοψίζει μια κατά προσέγγιση εφαρμογή των νέων συντελεστών στα εισοδήματα που δηλώθηκαν το 2015, και τα συγκρίνει με τους συντελεστές που ίσχυσαν στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος πέρυσι. Η άσκηση αυτή δείχνει ότι:

- Ένα πολύ μεγάλο μέρος των νέων φοροεσόδων θα έρθει από την αναμόρφωση της κλίμακας της έκτακτης εισφοράς. Αυτή κατά τον Πίνακα 3 μάλιστα θα αποβεί εξοντωτική για ελάχιστους φορολογούμενους με υψηλά εισοδήματα, καθώς 50.000 φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα άνω των €40.000 θα πληρώσουν το 2017 σημαντικά αυξημένη έκτακτη εισφορά, σε σχέση με το εκκαθαριστικό του καλοκαιριού του 2015. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η ομάδα φορολογούμενων περιλαμβάνει συνήθως τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα που έχουν αυξημένη έκθεση στον προοδευτικό ΕΝΦΙΑ, την αυξημένης προοδευτικότητας κλίμακα φόρου εισοδήματος και τον αυξημένο φόρο μερισμάτων.

- Η μεταβολή στη φορολογία εισοδημάτων από ενοίκια θα πλήξει μεγάλο αριθμό μικρο-ιδιοκτητών, επιβαρύνοντάς τους κατά μέσο όρο με €100 το χρόνο φόρο παραπάνω για εισοδήματα έως €12.000 (Πίνακας 4), εξέλιξη που σίγουρα είναι επώδυνη.

- Η μεταβολή της κλίμακας φόρου εισοδήματος για μισθωτούς και συνταξιούχους αυξάνει το φόρο εισοδήματος αισθητά μόνο για όσους έχουν εισόδημα άνω των €40.000, δηλαδή αφορά και πάλι σε μεγάλο βαθμό στελέχη της αγοράς Πίνακας 5).

Τονίζοντας το πόσο στρεβλή είναι πλέον η κατανομή των φόρων στη χώρα ως αποτέλεσμα της υπερπροοδευτικής φορολόγησης των εισοδημάτων κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, η αύξηση του συντελεστή στα εισοδήματα από ενοίκια έως €12.000 από το 11% στο 15% θα αποδώσει €158 εκατ. και η μείωση του αφορολόγητου κατά €100, €250 εκατ. Την ίδια ώρα η αύξηση της ανώτατης κλίμακας της έκτακτης εισφοράς στο 10%, από 4% θα αποδώσει μόνο €71 εκατ. και η αύξηση του φόρου στα μερίσματα στο 15%, από 10%, €83 εκατ. Η άμεση δημοσιονομική απόδοση των μέτρων αυτών είναι σχετικά μικρή, ενώ είναι προφανές ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα η εξαΰλωση της φορολογητέας ύλης σε αυτά τα εισοδηματικά κλιμάκια θα οδηγήσει σε άμεσες, και πολλαπλάσια έμμεσες, απώλειες εσόδων για το κράτος.

Το νέο φορολογικό και ασφαλιστικό νομοσχέδιο συνεπώς δεν αντιμετωπίζει, για άλλη μια φορά και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της αιτιολογικής έκθεσης, το μεγάλο πρόβλημα της χώρας, που είναι ότι η εργασία δεν ενθαρρύνεται στην Ελλάδα. Η απόκτηση εργασίας είναι σημαντική προϋπόθεση για την επίτευξη της ευημερίας του ατόμου αλλά και του συνόλου, ως άθροισμα των επιμέρους ατόμων: μια κοινωνία ανέργων δεν μπορεί να ευημερήσει. Το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία στην οποία λίγοι εργάζονται για να πληρώσουν τους φόρους και τις εισφορές που εξασφαλίζουν στο κράτος τους πόρους με τους οποίους πληρώνει, στο τέλος κάθε μήνα, μισθούς και συντάξεις. Η συνολική ευημερία προαπαιτεί ότι το κάθε μέλος της κοινωνίας έχει τη δυνατότητα να βρει τι μπορεί να κάνει, να του επιτραπεί να το κάνει στο πλαίσιο του νόμου και, φυσικά, να του επιτραπεί να αποκομίσει την αμοιβή που αναλογεί στην εργασία και το ταλέντο του.

Το φορολογικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, ακόμα περισσότερο μετά τις προτεινόμενες αλλαγές, εξακολουθεί να αποθαρρύνει, με εμπόδια και υπερφορολόγηση, την έντιμη και παραγωγική εργασία, την ώρα που το συνταξιοδοτικό σύστημα θα συνεχίσει να προσφέρει για πολλούς παροχές που δεν έχουν σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου και την προστασία των πραγματικά αδύναμων.


Είναι αλήθεια ότι στα χρόνια της κρίσης οι στρεβλώσεις αυτές δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ με θάρρος και αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, ενισχύθηκαν την ώρα που η χρηματοδοτική ασφυξία, ο κίνδυνος χώρας και οι φόροι στην παραγωγή υπέρ-αντιστάθμιζαν το όποιο όφελος των λίγων μεταρρυθμίσεων, που με παλινωδίες, αντιστάσεις και πολλές εκπτώσεις εφαρμόστηκαν στο επιχειρηματικό περιβάλλον.




Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι παρόλο που οι – ήδη χαμηλοί - μισθοί στην παραγωγική οικονομία υποχώρησαν και άλλο (Διάγραμμα 1) και το πραγματικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, για παράδειγμα στη μεταποίηση, επανήλθε σε επίπεδα χαμηλότερα της προ ευρώ εποχής (Διάγραμμα 2), ούτε πολλές επενδύσεις ήρθανε στη χώρα ούτε ραγδαία ανάπτυξη είδαμε. Έτσι, στο έβδομο έτος της κρίσης η αναλογία ανάμεσα στο ενεργό και στο μη ενεργό, στην αγορά εργασίας, τμήμα του πληθυσμού έχει χειροτερέψει δραματικά (Διάγραμμα 3), παρόλο που όλοι έχουν γίνει πολύ πιο φτωχοί, καθώς η συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα προχωρούσε ταχύτερα από τη συρρίκνωση των δαπανών του κράτους με αποτέλεσμα τη συνεχή ανάγκη λήψης νέων, εξοντωτικών για την παραγωγική βάση, μέτρων. Αυτή η κατάσταση βρίσκεται πίσω από την αδυναμία επίλυσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών, τη συνεπακόλουθη έλλειψη εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας και το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει δεν φέρνουν ποτέ τις προσδοκώμενες επενδύσεις και ανάπτυξη.


Το μάθημα της τελευταίας 7ετίας συνεπώς είναι ότι η συνεχής αύξηση των φορολογικών βαρών σε όσους εργάζονται παραγωγικά στην Ελλάδα τελικά χειροτερεύει τα πράγματα για όλους. Μάλιστα, πλέον τα χειροτερεύει στο βαθμό που η ικανότητα του κοινωνικού κράτους να προσφέρει τα βασικά σε αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη αμφισβητείται.

Στο πλαίσιο αυτό, θα περίμενε κανείς τόσο η κυβέρνηση όσο και οι δανειστές να τα καταφέρουν καλύτερα αυτή τη φορά από το:

- Να τιμωρήσουν για άλλη μια φορά με αυξημένους φόρους όσους ακόμα επιχειρούν και εργάζονται παραγωγικά στη χώρα μας.

- Να προστατέψουν για άλλη μια φορά ειδικά τους πρόωρους συνταξιούχους με μεγάλες συντάξεις εις βάρος των νέων που εργάζονται, και που σε αντίθεση με τους πρώτους έχουν λόγω ηλικίας την ευκαιρία να «ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους» και να μειώσουν ακόμα περισσότερο τις τάξεις όσων μένουν στη χώρα για να «πληρώσουν το μάρμαρο».

Αντίθετα, θα περίμενε κανείς μια γενναία απόφαση ώστε:

- Η υπέρμετρη φορολόγηση όσων εργάζονται παραγωγικά και συνεισφέρουν τα περισσότερα στα κρατικά έσοδα να εκλογικευτεί, ώστε να έχουν κίνητρο να παραμείνουν στη χώρα και να εργαστούν για να αυξήσουν τα εισοδήματα τους, συνεισφέροντας στα δημόσια έσοδα όχι πρόσκαιρα μέσω αυξημένων συντελεστών, αλλά διαχρονικά με υγιή τρόπο μέσω της μεγέθυνσης της φορολογητέας ύλης.

- Να γίνει μια εκλογίκευση των αδιακρίτως εφαρμοζόμενων και παράλογα υψηλών, για χώρα που βρίσκεται στα πρόθυρα της κοινωνικής κατάρρευσης, φορολογικών προνομίων (θυμίζουμε ότι σύμφωνα με το Δελτίο 24/3/2016 το οριζόντιο αφορολόγητο όπως ισχύει «κοστίζει» περί τα €6,5 δις. το χρόνο). Οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να προσφέρονται στοχευόμενα σε εκείνους που πραγματικά τα έχουν ανάγκη λόγω πολύ χαμηλού εισοδήματος, οικογενειακής κατάστασης ή μεγάλης ηλικίας.

- Την εκλογίκευση των φόρων στην παραγωγή, την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα κέρδη, ώστε να ενθαρρυνθεί η εισροή επενδύσεων, η αύξηση της παραγωγής και η ενίσχυση των εξαγωγών, τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα για να ανακάμψει.



πηγή  http://www.sev.org.gr/