13/05/2016 -
Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος "Η Ελληνική Οικονομία: Εξελίξεις, Ευκαιρίες και Προοπτικές"
1. Πρόσφατες εξελίξεις και τρέχουσα συγκυρία
Τα τελευταία χρόνια, παρά τις όποιες οπισθοδρομήσεις και την ενίοτε πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την αντιμετώπιση ορισμένων χρόνιων προβλημάτων και παθογενειών της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από το 2010 και έπειτα, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες, παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες. Συγκεκριμένα:
• Περιορίστηκε το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και έχει καλυφθεί ήδη σχεδόν το 80% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής (τελικός στόχος για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, έναντι ελλείμματος 10,1% του ΑΕΠ το 2009).
• Αντιμετωπίστηκαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η απώλεια ανταγωνιστικότητας (σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας), καθώς και οι δυσκαμψίες και τα εμπόδια στην αγορά εργασίας.
• Παρατηρήθηκε μια σχετική αναδιάρθρωση των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Όμως, παρά τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε για την αποφυγή της χρεοκοπίας και τη διόρθωση των ανισορροπιών, η Ελλάδα παραμένει ακόμα σε πρόγραμμα προσαρμογής, σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, οι οποίες, αν και υπήχθησαν σε προγράμματα μετά από την Ελλάδα, επέτυχαν ήδη να εξέλθουν.
Αυτή η καθυστέρηση οφείλεται, μεταξύ άλλων, στον αρνητικό ρόλο που διαδραμάτισαν: Η έλλειψη οικειοποίησης και προσήλωσης, από μερίδα του πολιτικού κόσμου, στη διόρθωση των λαθών του παρελθόντος και στην εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, η αντιμνημονιακή ρητορική, ο κομματικός ανταγωνισμός και η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, καθώς και τα ποικίλα, μεγάλα και μικρά, συμφέροντα που επεδίωκαν τη διατήρηση των κεκτημένων τους και τη μη υιοθέτηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, όμως, η μη τήρηση των δεσμεύσεων των Ευρωπαίων εταίρων όσον αφορά την υλοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά και το γεγονός ότι σε κάθε καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, επισείονταν ως απειλή από ορισμένους από τους εταίρους ο κίνδυνος της χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, με ανάλογα αποτελέσματα στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα.
Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ειδικά στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οδήγησαν σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην εμφάνιση των θετικών επιδράσεων στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι, μόλις το 2014 άρχισαν να καταγράφονται οι επιδράσεις αυτές μετά από έξι χρόνια ύφεσης: άνοδος του ΑΕΠ το 2014 κατά 0,7% και θετικοί ρυθμοί μεταβολής τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 σε ετήσια βάση.
Το ΑΕΠ υποχώρησε, όμως, σε ετήσια βάση κατά 1,7% το γ’ τρίμηνο του 2015 και κατά 0,8% το δ’ τρίμηνο του 2015, οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε μικρή ύφεση της τάξης του 0,2% για το σύνολο του 2015. Προσδιοριστικοί παράγοντες της υποτροπής ήταν: Η πολιτική αστάθεια από το τέλος του 2014, οι ατελέσφορες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και η αναζωπύρωση της αβεβαιότητας το πρώτο εξάμηνο του 2015 που οδήγησαν σε μεγάλη εκροή καταθέσεων, η τραπεζική αργία και η επιβολή περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων (οι οποίες κατάφεραν μεν να ανασχέσουν την εκροή καταθέσεων, αλλά επέδρασαν αρνητικά στη χρηματοδότηση της οικονομίας), καθώς και τα νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ελήφθησαν στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, τα οποία κρίθηκαν αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι αναθεωρημένοι δημοσιονομικοί στόχοι.
Οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος δοκιμάστηκαν. Η οικονομία, όμως, προέβαλε ισχυρές αντιστάσεις, με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις να είναι σημαντικά ηπιότερες σε σχέση με ό,τι αρχικά αναμενόταν το καλοκαίρι του 2015 (υποχώρηση του ΑΕΠ το 2015 κατά 2,3% σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2016).
Σε αυτό συνέβαλαν η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης μετά τη Συμφωνία της 12ης Ιουλίου, οπότε και ανακόπηκε η δυσμενής και αβέβαιη πορεία της οικονομίας, οι ηπιότερες του αναμενομένου επιπτώσεις στην οικονομία από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων εξαιτίας της ταχείας χαλάρωσης των περιορισμών, η σημαντική άνοδος της τουριστικής κίνησης και η μεγάλη μείωση της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η επιτυχής ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών με αυξημένη ιδιωτική συμμετοχή.
Παρά τη μικρότερη, σχετικά με τις αρχικές προβλέψεις, συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η μέχρι τώρα πορεία αρκετών μακροοικονομικών δεικτών παρουσιάζει μεικτή εικόνα. Ειδικότερα:
• Η βιομηχανική παραγωγή κινήθηκε ικανοποιητικά από τον Αύγουστο του 2015 και έπειτα με αποτέλεσμα να παρουσιάσει άνοδο της τάξης του 0,7% το 2015 έναντι πτώσης της τάξης του 1,9% το 2014. Η τάση αυτή αντιστράφηκε πρόσφατα, καθώς η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 2,4% σε ετήσια βάση το Φεβρουάριο και κατά 4% το Μάρτιο του 2016.
• Ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων υποχώρησε το 2015 κατά 1,5%. Τον Ιανουάριο του 2016 μειώθηκε κατά 1,7%, ενώ το Φεβρουάριο σημείωσε σημαντική πτώση κατά 6,6%.
• Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα το 2015 ήταν θετικό, 99.700 νέες θέσεις εργασίας, για τρίτο συνεχές έτος, οριακά αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το 2015, που υποδηλώνουν αύξηση της εξαρτημένης εργασίας κατά 3,7% και αντίστοιχη υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στο 24,9% το 2015 από 26,5% το 2014. Η θετική εικόνα στην αγορά εργασίας συνεχίστηκε και κατά το πρώτο τετράμηνο του 2016, όπου σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, το ισοζύγιο ροών αυξήθηκε κατά 124.465 άτομα, δηλαδή υψηλότερο κατά 16.078 θέσεις εργασίας σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015.
• Οι εξαγωγές αγαθών και οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν, σε πραγματικούς όρους, αντίστοιχα, κατά 4,4% και 6,6% το 2015. Ωστόσο, οι εισπράξεις από τις ναυτιλιακές υπηρεσίες υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους κατά 28,5% το 2015, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους κατά 3,3% το 2015 έναντι αύξησής τους κατά 7,8% το 2014.
Παράλληλα, η ανθεκτικότητα που επέδειξε η ελληνική οικονομία καθώς και η εντονότερη δημοσιονομική προσπάθεια μέσω του περιορισμού των δαπανών και της αύξησης των εσόδων (και λόγω εφάπαξ – one-off - μέτρων) στο δεύτερο μισό του 2015 συνέβαλαν σε καλύτερα των αναμενόμενων δημοσιονομικά μεγέθη όπως προέκυψε από τις σχετικές ανακοινώσεις της Eurostat. Ειδικότερα, επετεύχθη πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (σε όρους προγράμματος οικονομικής προσαρμογής) ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2015 έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα ύψους 0,25% του ΑΕΠ.
Η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης και η υποχώρηση της αβεβαιότητας αντικατοπτρίζονται στην εξέλιξη αρκετών πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι βελτιώθηκαν σημαντικά από το Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2016. Η θετική τάση των πρόδρομων δεικτών συνεχίστηκε και το πρώτο τετράμηνο του 2016, παρά την κάμψη που παρατηρήθηκε το Φεβρουάριο. Για παράδειγμα:
• Ο δείκτης οικονομικού κλίματος ακολουθεί ανοδική τάση από το Σεπτέμβριο του 2015 και έπειτα, λόγω της βελτίωσης των περισσότερων επιμέρους επιχειρηματικών δεικτών. Ωστόσο, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης συνεχίζει να υποχωρεί, αντανακλώντας την αβεβαιότητα των νοικοκυριών για τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση.
• Ο βιομηχανικός δείκτης PMI παρέμεινε σε ανοδική τροχιά από τον Αύγουστο του 2015, έως το Δεκέμβριο του 2015, όταν ξεπέρασε το όριο του 50 (50,2) υποδηλώνοντας οριακή άνοδο της μεταποίησης για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2014. Το Φεβρουάριο του 2016 υποχώρησε κάτω από το όριο του 50, αλλά βελτιώθηκε για δυο συνεχόμενους μήνες, το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2016. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης απασχόλησης παρέμεινε σε θετικό έδαφος υποδηλώνοντας βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης στη μεταποίηση.
Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Ιουλίου του 2015, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων ακολούθησαν πτωτική τάση το τέταρτο τρίμηνο του 2015. Οι καθυστερήσεις όμως στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ανέστρεψαν αυτή την πτωτική τάση το πρώτο τετράμηνο του 2016.
2. Εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα – ρευστότητα
Η επιβάρυνση του οικονομικού κλίματος και η αυξημένη αβεβαιότητα το πρώτο εξάμηνο του 2015 οδήγησαν σε εκτεταμένες εκροές καταθέσεων αλλά και σε μεγάλη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν αναγκαία την εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το Δεκέμβριο του 2015 με αυξημένη συμμετοχή ξένων επενδυτών. Τα επιπρόσθετα κεφάλαια για τις δύο τράπεζες που δεν κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου από ιδιωτικές πηγές (περίπου 5,4 δισεκ. ευρώ) προήλθαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Δηλαδή, οι δημόσιοι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τελικά πολύ χαμηλότεροι από το ποσό των 25 δισεκ. ευρώ που είχε προβλεφθεί αρχικά από το Eurogroup τον Αύγουστο του 2015.
Επιπλέον, μειώθηκε η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Μηχανισμό Έκτακτης Ενίσχυσης σε Ρευστότητα (ELA), με αποτέλεσμα το ανώτατο όριό του από το τέλος Ιουλίου 2015 έως σήμερα να μειωθεί κατά ποσό μεγαλύτερο των 21 δισεκ. ευρώ και να διαμορφωθεί σε 69,1 δισεκ. ευρώ. Η μείωση του ανώτατου ορίου του ELA αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησής τους από τη διατραπεζική αγορά με τη χρήση ενεχύρων που δεν είναι αποδεκτά στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, καθώς και την επιτυχή ανακεφαλαιοποίησή τους.
Ωστόσο, το 2015 υπήρξε αύξηση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 44,2% επί του συνόλου των ανοιγμάτων στο τέλος του 2015 από 39,9% στο τέλος του 2014. Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος και η απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας προϋποθέτει την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια.
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μία από τις κύριες προϋποθέσεις αφενός μεν για την ανάκαμψη των μεγεθών πιστωτικής επέκτασης αφετέρου δε για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και τομέων της πραγματικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές στη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και στην αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών. Ειδικότερα είναι αναγκαίο να ολοκληρωθούν σύντομα οι προσπάθειες:
1. Διαμόρφωσης δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτισθεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων.
2. Αναμόρφωσης του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιώτες και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου.
3. Βελτίωσης των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού πλαισίου και, τέλος,
4. Επίλυσης χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειζόμενους όσο και για τους δανειστές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, ιδιαίτερα όσον αφορά την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας και την εφαρμογή πλαισίου στοχοθέτησης και παρακολούθησης της στρατηγικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων από το σύνολο των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα όμως, απαιτείται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Οι παραπάνω δράσεις σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου προβληματικών δανείων προς το σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του.
Διαβάστε εδώ την πλήρη ΟΜΙΛΙΑ
πηγή http://www.bankofgreece.gr/