Sunday, June 5, 2016

Η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προσφέρει τη δυνατότητα της επιτυχούς μετάβασης σε μία δικαιότερη κοινωνία, όπου το φορολογικό σύστημα δεν συντηρεί εν ζωή, και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, παρανομούντες, ώστε να δοθεί μια ανάσα στην υγιή επιχειρηματικότητα, που ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά, κουβαλώντας στην πλάτη και όλα τα βαρίδια του ελληνικού συστήματος προστασίας της εγχώριας παραβατικότητας .. - ΣΕΒ

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία .. ΣΕΒ

                                 
Ποιος φοβάται τις ηλεκτρονικές συναλλαγές;




Η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που ολοένα και περισσότερο δίνει έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και όχι στην επέκταση της φορολογικής βάσης. Η εισπραξιμότητα των φόρων είναι κάτω του 50% αυξάνοντας έτσι κατακόρυφα τη φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων.

 Η καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενη υπερφορολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει σε ένα νέο κύμα όξυνσης της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και του λαθρεμπορίου. Στο πλαίσιο αυτό, η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προβάλει ως μία ελπιδοφόρα λύση που, δεδομένης της υπερφορολόγησης και της ανεπάρκειας του παραδοσιακού φοροεισπρακτικού μηχανισμού, μπορεί να διευκολύνει την πάταξη της φοροδιαφυγής, ώστε να ελαφρυνθεί σε σχετικούς όρους ο σύννομος πολίτης και, ενδεχομένως, να καταστεί δυνατή η μείωση των φορολογικών συντελεστών ώστε να τονωθεί η αναπτυξιακή διαδικασία στην οικονομία. 


Οι πολιτικές αυτές καθίστανται σήμερα απολύτως απαραίτητες και επιβάλλεται να προωθηθούν στο πλαίσιο των αναπτυξιακών δράσεων της πολιτείας, μαζί με τον αναπτυξιακό νόμο και τις δράσεις των διαρθρωτικών ταμείων της κοινότητας. Ειδικότερα, για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, τα οφέλη είναι πολλαπλά τόσο για τις οργανωμένες επιχειρήσεις, όσο και για τους καταναλωτές αλλά και για το κράτος. Μελέτες που έχουν γίνει από τον ΣΕΒ και άλλους φορείς, υπολογίζουν ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές στην Ελλάδα, σε ορίζοντα διετίας, μπορούν να μειώσουν την έκδοση εικονικών τιμολογίων κατά 60% και να οδηγήσουν σε «άσπρισμα» της παραοικονομίας κατά 10%, να αυξήσουν την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ κατά €1 δις ετησίως και να μειώσουν το κόστος των προμηθειών για το Δημόσιο κατά €200 εκατ. ετησίως. Το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων μπορεί να μειωθεί ετησίως κατά €1 έως €1,5 δις μέσω της εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.

 Οι μόνοι χαμένοι θα είναι όσοι φοροδιαφεύγουν και χρησιμοποιούν τη φοροκλοπή και το λαθρεμπόριο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για να καλύψουν τη χαμηλή παραγωγικότητα της επιχειρηματικής τους δράσης ή/και για να θησαυρίζουν στην παρανομία. Αυτό συμβαίνει καθώς το φορολογικό σύστημα είναι έτσι διαρθρωμένο ώστε να ευνοεί όχι μόνο όσους έχουν αντικειμενικά χαμηλά εισοδήματα, αλλά και όσους δηλώνουν χαμηλότερα εισοδήματα των πραγματικών, ώστε να εκμεταλλεύονται τους σχεδόν μηδενικούς συντελεστές του φόρου εισοδήματος στα χαμηλά κλιμάκια και να φορολογούνται στη βάση τεκμηρίων όσο το δυνατόν επιεικέστερα. Το απόστημα αυτό της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον, ιδίως σήμερα που επιβάλλεται τόσο υψηλή φορολογία. Η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προσφέρει τη δυνατότητα της επιτυχούς μετάβασης σε μία δικαιότερη κοινωνία, όπου το φορολογικό σύστημα δεν συντηρεί εν ζωή, και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, παρανομούντες, ώστε να δοθεί μια ανάσα στην υγιή επιχειρηματικότητα, που ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά, κουβαλώντας στην πλάτη και όλα τα βαρίδια του ελληνικού συστήματος προστασίας της εγχώριας παραβατικότητας.


 Η κόπωση της φορολογητέας ύλης, η οποία είναι συμβατή με την τάση αποδυνάμωσης του ΑΕΠ, δεν επιτρέπει την αύξηση κρατικών εσόδων χωρίς αύξηση συντελεστών, όπως δείχνει η αυξητική πορεία των εσόδων από ΦΠΑ αλλά και η αδυναμία των άλλων φορολογικών εσόδων, τα οποία τώρα θα έχουν αύξηση συντελεστών. Την ίδια ώρα οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις υποχωρούν πλέον ορατά. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σταθεροποιείται, αν και σε δυσμενή επίπεδα, την ώρα που οι προσδοκίες στη μεταποίηση χειροτερεύουν, ενώ στις κατασκευές και τις υπηρεσίες βελτιώνονται. Χρηματοδότηση, καταθέσεις, λιανικές πωλήσεις και η αγορά επαγγελματικών ακινήτων έχουν σταθεροποιηθεί, αν και με επιμέρους σημάδια αδυναμίας και σε χαμηλά επίπεδα. 

Η έρευνα ανταγωνιστικότητας του IMD καταγράφει νέα σημαντική υποχώρηση για τη χώρα μας, κυρίως ως αποτέλεσμα των capital controls. Τέλος, η έρευνα της ΕΚΤ για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων καταγράφει μια ελαφρά βελτίωση σε σχέση με την περίοδο επιβολής των capital controls, αν και η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στη ζώνη του ευρώ στην οποία οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα πρόσβασης σε χρηματοδότηση.



πηγή http://www.sev.org.gr/