Sunday, January 22, 2017

Ελληνική Οικονομία - Η Ελλάδα, βιώνει την μεγαλύτερη κρίση της νεότερης ιστορίας της και τη μεγαλύτερη ύφεση σε καιρό ειρήνης - Με την τρέχουσα αποταμίευση αρνητική, και χωρίς αποθεματικά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, τυχόν περαιτέρω φορολόγηση της περιουσίας των Ελλήνων, που παραμένει η μόνη ασπίδα προστασίας για το μέλλον, θα είναι καταστροφική .. - ΣΕΒ

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία, από τον ΣΕΒ 



Η περιουσία των νοικοκυριών στην περίοδο της κρίσης

Εφέτος κλείνουμε μία δεκαετία από το 2007 όταν η χώρα βρισκόταν στο απόγειο της επίπλαστης ευημερίας (με δανεικά βεβαίως), λίγο πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική θύελλα και η μεγάλη ύφεση που επακολούθησε. Η Ελλάδα, βιώνει την μεγαλύτερη κρίση της νεότερης ιστορίας της και τη μεγαλύτερη ύφεση σε καιρό ειρήνης, προς επίρρωση των λεγομένων του Warren Buffet, ότι «μόνο στην άμπωτη ανακαλύπτεις ποιος κολυμπά γυμνός».

Παρόλα αυτά, η χώρα άντεξε, αν και με σημαντικό κοινωνικό κόστος, την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρήθηκε, για να επανέλθει η οικονομία σε αυτοδύναμη πορεία, με τη χρηματοδοτική βοήθεια των εταίρων μας, οι οποίοι ανέλαβαν, σε προσωρινή βάση, την εξυπηρέτηση του τεράστιου χρέους που είχε συσσωρευθεί. Όλες αυτές τις ανισορροπίες που έπρεπε να διορθωθούν, προσπάθησε να επιβάλει η εφαρμογή των Μνημονίων. 

Οι δυσμενείς επιπτώσεις της προσαρμογής στην περιουσία των Ελλήνων ήταν εν πολλοίς αναμενόμενες. Η τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρήθηκε, μέσω της υπερφορολόγησης και των περικοπών των συντάξεων, και της συνακόλουθης ανεργίας που έφερε η προσαρμογή, μείωσε δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και, συνεπώς, την ικανότητα τους να αποταμιεύουν. 

Όχι μόνον η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι πλέον αρνητική και, συνεπώς, δεν παράγεται νέος πλούτος, αλλά η επιβάρυνση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας με φόρο διακράτησης (ΕΝΦΙΑ) από τους υψηλότερους στον κόσμο, έχει εγκλωβίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε αδυναμία οικονομικής αξιοποίησης της περιουσίας του σε παραγωγική κατεύθυνση. Η περιουσία, ακίνητη και κινητή, είναι σήμερα η μόνη ασπίδα των νοικοκυριών για τα χρόνια των ισχνών αγελάδων που φέρνουν οι περαιτέρω περικοπές των συντάξεων που απαιτούνται, για να ορθοποδήσει η χώρα δημοσιονομικά, και να μπορεί να εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος.

 Επίσης, η κοινωνία μας δε διαθέτει σήμερα ούτε ίχνος συνταξιοδοτικής αποταμίευσης από τις εισφορές που κατεβλήθησαν, και που, δυστυχώς, αναλώθηκαν σε πληρωμές παχυλών παροχών στους σημερινούς συνταξιούχους, αναντίστοιχων με τις δυνατότητες του συστήματος.


Συνεπώς, η περιουσία που έχει συσσωρευθεί δεν επιδέχεται καμίας περαιτέρω φορολόγησης καθώς, κάθε τέτοια παρέμβαση, θα τείνει να μειώνει το απόθεμα περιουσίας, και να κάνει ακόμη δυσκολότερη την επιβίωση των μελλοντικών γενιών. Αντίθετα, η πολιτεία επιβάλλεται να στηρίξει την αποταμίευση των νοικοκυριών παρέχοντας κίνητρα, ώστε να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις και να έλθει η ανάπτυξη.

Με την τρέχουσα αποταμίευση αρνητική, και χωρίς αποθεματικά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, τυχόν περαιτέρω φορολόγηση της περιουσίας των Ελλήνων, που παραμένει η μόνη ασπίδα προστασίας για το μέλλον, θα είναι καταστροφική.

Η διαχρονική εξέλιξη των περιουσιακών (Δ01) μεγεθών παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένης της χρηματοοικονομικής κρίσης, που ενέσκηψε το 2008-2009 και της μεγάλης απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων, πέραν της αδυναμίας κεφαλαιακής συσσώρευσης, λόγω κατακρημνισμού των εισοδημάτων στην περίοδο των Μνημονίων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, όταν η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη στην αρχή της δεκαετίας του 2000, η καθαρή περιουσία των Ελλήνων ήταν € 683 δισ. ή € 80 χιλ. ανά ενήλικα, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσό ήταν € 66 χιλ. ανά ενήλικα, ενώ το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικα διαμορφωνόταν σε € 3,2 χιλ. όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσό ήταν €10,5 χιλ.

Το 2009, λίγο πριν την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, η καθαρή περιουσία των Ελλήνων είχε εκτοξευθεί σε € 1023 δισ., δηλαδή η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα είχε αυξηθεί σε € 114 χιλ..

Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου όμως, η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα διαμορφωνόταν, σε € 93 χιλ., δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο στην Ελλάδα! Ταυτόχρονα, ενώ στην αρχή της περιόδου, η περιουσία ήταν 1/3 χρηματοοικονομικά μέσα και 2/3 ακίνητη περιουσία, το 2009 η σχέση αυτή είχε γίνει ¼ προς ¾, λόγω της υπερδιπλάσιας αύξησης της αξίας της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, ενώ παρόμοια ήταν η εξέλιξη, αν και λιγότερο έντονη, σε όλη την Ευρώπη. 


Αυτό που κατατάσσει την Ελλάδα σε διαφορετική κατηγορία από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο υπερδανεισμός. Από € 3207 ανά ενήλικα ιδιωτικού χρέους το 2000, το μέγεθος αυτό υπερπενταπλασιάσθηκε (!) το 2009 σε € 16793 ανά ενήλικα, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των € 17657 ανά ενήλικα, που είχε με τη σειρά του αυξηθεί κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2000. Η σύγκλιση στο ιδιωτικό χρέος ήταν αναμενόμενη καθώς η χώρα έγινε μέλος της Ευρωζώνης (χαμηλά και σταθερά επιτόκια) και οι Έλληνες «γεύθηκαν» επιτέλους ό,τι είχαν στερηθεί στο παρελθόν, λόγω υψηλών πραγματικών επιτοκίων, αστάθειας, πληθωρισμού, υποτιμήσεων, μεγάλων ελλειμμάτων, κ.ο.κ. 

Απλώς, η κοινωνία μας φαίνεται ότι μάλλον «βαρυστομάχιασε», καθώς με το εύκολο και φθηνό χρήμα «χτίσθηκαν» περιουσίες που η αποτίμηση τους απαιτούσε τη διαρκή εισροή δανειακών κεφαλαίων για να χρηματοδοτείται το δημόσιο και κατ’ επέκταση η οικονομία. Η διαδικασία αυτή συσσώρευσης περιουσίας, όπως ήταν φυσιολογικό, διακόπηκε απότομα με την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2009 -2010. Σημειώνεται ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα το 2009 ανερχόταν σε € 33122 ανά ενήλικα, από € 16309 ανά ενήλικα το 2000, ήτοι διπλασιάσθηκε μέσα σε μια δεκαετία.




πηγή http://www.sev.org.gr/