Απόσπασμα από την Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2018 - του Υπουργείου Οικονομικών
Γενική επισκόπηση της ελληνικής οικονομίας
Το τρέχον πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας υιοθετήθηκε τον Αύγουστο του 2015, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς επί των όρων της νέας χρηματοδότησης. Απαντώντας στην ανάγκη μιας πιο ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής, έπειτα από πέντε έτη σωρευτικής επιδείνωσης της εγχώριας ζήτησης, της απασχόλησης και της εισοδηματικής κατανομής, το πρόγραμμα μετατόπιζε το βάρος του οικονομικού σχεδιασμού προς τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου προκειμένου να ενισχυθεί το δίκτυο κοινωνικής προστασίας και να υποστηριχθεί η ανάκαμψη.
Έτσι, η νέα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (ΣΧΔ) για την τριετία 2015-2017 προέβλεπε μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα έναντι του προηγούμενου προγράμματος, από 3,0% του ΑΕΠ το 2015, 4,5% το 2016 και 4,5% το 2017 σε -0,25% το 2015, 0,5% το 2016 και 1,75% το 2017.
Παρότι το 2015 ήταν έτος που χαρακτηρίστηκε από υψηλή αβεβαιότητα και δυσμενείς συνθήκες ρευστότητας και προσδοκιών, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, με το πραγματικό ΑΕΠ να καταγράφει οριακή μόνο πτώση το 2015 (-0,3% σε ετήσια βάση), στη βάση της θετικής συνεισφοράς του εξωτερικού τομέα (κατά 0,8% του πραγματικού ΑΕΠ) και της συγκράτησης της πραγματικής τελικής εγχώριας ζήτησης σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το 2014 (-0,1% σε ετήσια βάση).
Ακολούθως, μικτές τάσεις στην ελληνική οικονομία είχαν ως αποτέλεσμα την οριακή υποχώρηση του ΑΕΠ το 2016 κατά 0,2% έναντι του 2015, κοντά στην εκτίμηση που είχε περιληφθεί στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 για οριακή ύφεση 0,3%. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα ετήσια στοιχεία Εθνικών Λογαριασμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Οκτωβρίου 2017), η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε στο επίπεδο του 2015, γεγονός που από κοινού με την αύξηση των πραγματικών επενδύσεων κατά 1,6%, περιόρισε την πτώση στο ΑΕΠ από τη μείωση του όγκου της δημόσιας κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε το 2016 έλλειμμα 1,9 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με συγκυριακούς παράγοντες που επέδρασαν το 2016, όπως ο επηρεα- σμός της εικόνας της Ελλάδος ως τουριστικού προορισμού από την προσφυγική κρίση (πριν την ε- φαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας τον Μάρτιο 2016) και οι μειωμένοι ναύλοι.
Σε αδρές γραμμές, η βελτίωση των προσδοκιών για την ελληνική οικονομία αποτυπώνεται σε μια σει-ρά παράγοντες που συνδέονται και με την πρόοδο στην υλοποίηση του Προγράμματος Στήριξης. Η πρόοδος αυτή έχει αποτυπωθεί ως σήμερα στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του Προγράμματος, τον Ιούνιο του 2016, στην εκπλήρωση συμπληρωματικών οροσήμων τον Οκτώβριο του 2016 και στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον Ιούνιο του 2017. Σε όλη αυτή την περίοδο, η εύρυθμη υλοποίηση του προγράμματος διασφάλισε:
την ομαλή χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης,
τη μείωση του κόστους δανεισμού για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέσω της επανένταξης των
ελληνικών ομολόγων ως επιλέξιμων για πράξεις αναχρηματοδότησης μέσω του Ευρωσυστήματος,
την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, μέσω του προγράμματος εκκαθάρισης
ληξιπροθέσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα,
την υλοποίηση της δέσμης βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, τον Ια-
νουάριο του 2017 και την εξειδίκευση της μεσοπρόθεσμης δέσμης μέτρων7 τον Ιούνιο του 2017,
με ορίζοντα εφαρμογής το τέλος του προγράμματος,
τη σταδιακή βελτίωση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα,
στη βάση όλων των παραπάνω. Η βελτίωση αυτή έγινε εμφανής τον Ιούλιο του 2017 με το επιτυ-
χημένο εγχείρημα δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές για πρώτη φορά από τον Απρίλιο
του 2014, με την απόδοση του πενταετούς ομολόγου στο 4,625% έναντι 4,95% το 2014. Εξάλλου,
σε αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από σταθερές σε θετικές προέβησαν οι οίκοι αξιο-
λόγησης Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch, με την Moody’s να αναβαθμίζει επίσης το αξιό-
χρεο των μακροπρόθεσμων μη καλυμμένων ομολόγων υψηλής διαβάθμισης των τεσσάρων μεγα-
λύτερων ελληνικών τραπεζών.
Γενικά, η ωφέλεια από το πρόγραμμα στήριξης συναρτάται με το βαθμό αξιοπιστίας στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, ο οποίος σήμερα έχει ενισχυθεί σημαντικά από την επίτευξη πρωτογενών
πλεονασμάτων της γενικής κυβέρνησης σημαντικά υψηλότερων από τους στόχους του προγράμματος, τόσο για το 2015 όσο και για το 2016. Συγκεκριμένα, βάσει των αναθεωρημένων δημοσιονομικών στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2016, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 3,8%8 του ΑΕΠ το 2016, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Την ίδια χρονιά, το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε σε πλεόνασμα της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία (1995).
Ως αποτέλεσμα της παραπάνω δημοσιονομικής προόδου, τον Σεπτέμβριο του 2017 το Συμβούλιο της
Ευρώπης αποφάσισε την έξοδο της Ελλάδας από τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ), στην οποία υπαγόταν από τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 15,1% του ΑΕΠ το
2009. Η έξοδος από τη ΔΥΕ αποτελεί θετικό σήμα που συμβάλλει στην ενεργοποίηση ενός ενάρετου
κύκλου ανάκαμψης και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομία.
Tον Ιούνιο του 2017 και στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, υπήρξε επέκταση του μεταρρυθμι στικού σχεδιασμού, ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων επί μίας συνολικής, μεσοπρόθεσμης λύσης για την οικονομία σε επίπεδο εξυπηρέτησης των χρηματοδοτικών αναγκών του κράτους, βελτίωσης της διάρθρωσης της οικονομίας και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Αναλυτικότερα, για το 2018 εξειδικεύτηκαν συμπληρωματικές δράσεις 0,3% του ΑΕΠ, ενώ περαιτέ ρω εγγυήσεις για τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο μεσοπρόθεσμο διάστημα δόθη-
καν μέσω ενός πακέτου που θα εφαρμοστεί μετά το τέλος του προγράμματος, αναδιαρθρώνοντας την
αναλογία πηγών χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης κατά τρόπο πιο φιλικό προς την ανάπτυξη.
Το πακέτο προωθεί εξοικονόμηση ύψους 2% του ΑΕΠ, που θα προέρχεται ισομερώς από τη διεύρυν-
ση της φορολογικής βάσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, με έναρξη εφαρμογής το 2020, και από τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που θα εφαρμοστεί από το 2019.
πηγή http://www.minfin.gr/