Monday, December 17, 2018

Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 17,8 δισεκ. ευρώ έχουν ήδη πωληθεί σε τρίτους επενδυτές .. - ΤτΕ



Δελτίο Τύπου - 17/12/2018 - Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην Εκδήλωση “Repositioning Greece” του Εκάλη Club με θέμα “Επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα – Investment opportunities in Greece”   - Ομιλητής: Γιάννης Στουρνάρας


Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην Εκδήλωση “Repositioning Greece” του Εκάλη Club με θέμα “Επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα – Investment opportunities in Greece” 

Κυρίες και κύριοι, - Η παρέμβασή μου σήμερα έχει ως κεντρικό θέμα την ελληνική οικονομία. Αρχικά, θα αναφερθώ στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, θα υπογραμμίσω τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, θα επισημάνω τα δυνητικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η Ελλάδα ως χώρα προορισμού επενδύσεων. 

A. Η πρόοδος που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. 
Από την αρχή της κρίσης το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εξαλείφοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα. 
• Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, από έλλειμμα ύψους 15,1% του ΑΕΠ το 2009, κατέγραψε, για δεύτερη χρονιά, πλεόνασμα (0,8% του ΑΕΠ) το 2017. Το πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (δηλ. το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης χωρίς τις δαπάνες για τόκους) βελτιώθηκε κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή της κρίσης, και καταγράφει πλεόνασμα τα 2 τελευταία χρόνια. Ειδικά για το 2017, το πρωτογενές αποτέλεσμα (σε όρους προγράμματος) διαμορφώθηκε στο 4,1% του ΑΕΠ έναντι στόχου 1,75% του ΑΕΠ. 
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα. 
• Η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας αποκαταστάθηκε πλήρως, ενώ η ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2009. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό επιτεύχθηκε κυρίως μέσω μιας επώδυνης διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή μέσω της μείωσης των ονομαστικών μισθών. 
• Εφαρμόστηκε ένα τολμηρό και εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν στο ασφαλιστικό σύστημα, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο. 
Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 34,2% το 2017. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως αγαθών και δευτερευόντως υπηρεσιών. Στο ίδιο διάστημα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 54% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης. Το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 10% (σε σχέση με τα μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες) από το 2010. Η αναπροσαρμογή της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων υποβοηθήθηκε από την αύξηση των σχετικών τιμών και των περιθωρίων καθαρού κέρδους των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την τελευταία οκταετία είχαν ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από 27,8% στο τέλος του 2013 σε 18,3% το τρίτο τρίμηνο του 2018. 
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλε η αναδιάρθρωση, και σημαντική ανακεφαλαιοποίησή του, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνδυασμό με διεξοδικό έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα , ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους. Επίσης, οι τράπεζες έχουν βελτιώσει τη ρευστότητά τους καθώς έχουν επανακτήσει την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η εξάρτησή τους από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος. 

Παρ’ όλα αυτά, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί και αυτό το πρόβλημα: 

Πρώτα απ’ όλα, ενισχύθηκε το εποπτικό πλαίσιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΑ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους για την περίοδο Ιουνίου 2016-Δεκεμβρίου 2019, που οδηγούν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37,6%. 

Προωθήθηκε η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 15 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 17,8 δισεκ. ευρώ. 

Κατέστη δυνατή η άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις, θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών, και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. 

Οι ενέργειες αυτές φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Σεπτεμβρίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. 

Β. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. 
Όπως προκύπτει από τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την ενίσχυση των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας και την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από το 2017 και έπειτα, η πορεία της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης έχει ήδη ξεκινήσει. 

Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, παρά την πρόοδο που συντελέστηκε, η κρίση επέφερε σημαντικό κόστος σε όρους απώλειας προϊόντος και απασχόλησης και σημαντική μείωση του πλούτου των νοικοκυριών. Μεταξύ 2008 και 2016, η χώρα απώλεσε περισσότερο από το ¼ του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές και η ανεργία αυξήθηκε σχεδόν κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2016 σε μόλις 68% του κοινοτικού μέσου όρου, από 93% το 2008. Παράλληλα, έλαβε χώρα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλά προσόντα, στερώντας την ελληνική κοινωνία και οικονομία από ένα παραγωγικό τμήμα της, με ανυπολόγιστες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. 

Ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που κληροδότησε η οικονομική κρίση, έχουν αναδειχθεί ορισμένες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας: 

• Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, καθώς το κεφάλαιο παραμένει παγιδευμένο σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις. 
• Παρά τη συμφωνία του Eurogroup, τον Ιούνιο του 2018 που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, το δημόσιο χρέος παραμένει πλησίον του 180% του ΑΕΠ. Αυτό το πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική. Και αυτό συμβαίνει, παρά την ύπαρξη υψηλών διαθεσίμων του δημοσίου, της τάξης των 25 δις ευρώ. 
• Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητα, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου. 
• Η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού, οδηγώντας σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης. 
• Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Επίσης, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια σύμφωνα με την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας και το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. 

Το υψηλό κόστος του κεφαλαίου, η αδυναμία χρηματοδότησης βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η μεγάλη μείωση των επενδύσεων συνέβαλαν στη μείωση του αποθέματος φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου με αρνητικές συνέπειες στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο, εάν δεν αναληφθούν κατάλληλες δράσεις όπως η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση της φορολογίας, η κυκλική επίδραση της ύφεσης και της στασιμότητας των τελευταίων χρόνων να καταστεί διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο και να οδηγήσει σε χαμηλούς μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.





πηγή https://www.bankofgreece.gr/