Η Άνοιξη ζαλίζει και μεθά και κρέμεται απ’ τις πόρτες των σπιτιών.
Μπουκάρισε κι απ’ τα παράθυρα του σκολειού και μάγεψε τα μάτια των κοριτσιών.
Στη συμμορία των «Περσών», όμως, η άνοιξη ήταν φαγούρα.
Ο Δακρυτζίκος ξεκρέμασε το στεφάνι απ’ την πόρτα τους και το τάισε σ’ ένα γάιδαρο. Δεν μπορούσε να τις χωνέψει αυτές τις «αηδίες».
Ένα τριαντάφυλλο, όμως το λυπήθηκε. Ήταν τόσο κόκκινο… -σα ροδοζάχαρι- και το ‘φαε.
Η δασκάλα της Ωδικής έβαλε στο λαιμό ένα κόκκινο μαντίλι.
Κάτι πουλιά ανεβοκατέβαιναν στα κλαδιά σα νότες.
Άνοιξη.
Η συμμορία όμως είχε δικό της τρόπο για να τα ξεχωρίζει κάτι τέτοια.
Είσαι ξιπόλητος; Είναι άνοιξη..
Τρώς κάστανα; Είναι χειμώνας..
Κλέβεις φρούτα; Είναι χινόπωρο..
Αυτά, που λένε οι δάσκαλοι περί «ώραι του έτους» και τα ρέστα, είναι φούσκες και σάλια. Κανένας σοβαρός «Πέρσης», που σέβεται τον εαυτό του, δεν περιμένει να του πούνε τα καλαντάρια πότε μπήκε άνοιξη. Το βρίσκει μόνο του το πετσί του. Καψώνει; Είναι άνοιξη.
Ανατριχιάζει; Είναι χειμώνας.
Ο Μέλιος όμως το κατάλαβε απ’ τη μοσκοβολιά.. Μα πιο πολύ το διάβασε μες στα μάτια της Αγράμπελης.
Εκεί μέσα φώλιαζε η πιο γλυκιά άνοιξη του κόσμου..
Το κατάλαβε κι από πολλά άλλα πράματα. Απ’ τα νερά… που γίνανε καθρέφτες. Απ’ τα κύματα του ποταμού, που γλύκανε ο θυμός τους.
Και πολλά άλλα ήταν η άνοιξη.
Οι ύμνοι που ανέβαιναν απ’ τα δάση. Και τα βατόμουρα. Και τα δάχτυλα που κολλούσαν απ’ τα φρούτα. Και τα κρυφόγελα που ‘καναν οι καλαμποκιές του κάμπου στα χωράφια.
Κι αυτά ήταν η Άνοιξη...
- Μενέλαος Λουντέμης Ένα παιδί μετράει τ' Άστρα 1956 Δίφρος -