Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών ALPHA BANK
Η δημοσιονομική πειθαρχία που προβλέπεται στη νέα δανειακή συμφωνία βάσει των αναθεωρημένων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν κρίσιμο να επιτευχθεί με τη μικρότερη δυνατή ζημία στην οικονομική ανάπτυξη.
Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει ότι οι επερχόμενες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να δίδουν έμφαση σε αναπτυξιακές παρεμβάσεις όπως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της κρατικής μηχανής, ο εκσυγχρονισμός της φοροελεγκτικού μηχανισμού έτσι ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και ο αποτελεσματικός έλεγχος των δημοσίων δαπανών.
Αντιθέτως, θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι παρεμβάσεις που έχουν αντιαναπτυξιακά χαρακτηριστικά όπως η περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα δηλωθέντα εισοδήματα από εργασία και επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής διαδραματίζει, μεταξύ άλλων παραγόντων, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους του λεγόμενου δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, δηλαδή της ευαισθησίας του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος στην άσκηση συσταλτικής ή διασταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η προσαρμογή μέσω αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών προκαλεί σημαντική βλάβη στον παραγωγικό ιστό με αποτέλεσμα να είναι αναποτελεσματική. Συγκεκριμένα, στο βαθμό που η αύξηση των φορολογικών συντελεστών μειώνει την καταναλωτική δαπάνη και την επενδυτική δραστηριότητα καταστρέφει θέσεις εργασίας ενώ δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι δεν αποδίδει την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Στο Γράφημα 1 παρατηρείται ότι η αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή επί των εισοδημάτων από εργασία (φόρος εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές απασχολουμένων ως ποσοστό στο ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία) αυξήθηκε κατακόρυφα στην Ελλάδα από το 2010 και μετά ενώ τα φορολογικά έσοδα σημείωσαν μία αύξηση το 2012 και μετά επέστρεψαν σε επίπεδο χαμηλότερο του 2011.
Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στην πρόσφατη εμπειρία της προσφυγής στην έμμεση φορολογία. Οι επιπτώσεις των αυξήσεων των φορολογικών συντελεστών στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών στο δεύτερο εξάμηνο του 2015 έχουν ήδη καταστεί ορατές στην οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, τον Νοέμβριο του 2015 υπήρξε νέα μείωση του γενικού δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο.
Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως την επίπτωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στα νοικοκυριά και σηματοδοτεί, μαζί με την επιδείνωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, την πτώση της καταναλωτικής δαπάνης παρά τη σχετική ελάφρυνση που προκαλεί η μείωση της τιμής του πετρελαίου και της βενζίνης.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο (συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων) μειώθηκε αισθητά και τον Νοέμβριο του 2015 κατά 4,5%, έναντι μικρότερης μειώσεως κατά 1,3% στον αντίστοιχο μήνα του 2014. Οι λιανικές πωλήσεις (εκτός καυσίμων) παρουσίασαν επίσης μείωση κατά 3,5%, έναντι μειώσεως κατά 1,3% στον ίδιο μήνα του προηγουμένου έτους.
Καθώς ο κινητός μέσος όρο του ρυθμού μεταβολής των λιανικών πωλήσεων συνιστά πρόδρομο δείκτη της πορείας της ιδιωτικής καταναλώσεως (Γράφημα 3), η οποία αποτελεί περίπου το 70% του ελληνικού ΑΕΠ, ο ρυθμός αναπτύξεως αναμένεται να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα σε αρνητικό έδαφος.
Ενθαρρυντικό στοιχείο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος στο λιανικό εμπόριο επανήλθε τον Ιανουάριο του 2016 σε επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο λίγο πριν την κρίση αβεβαιότητας του θέρους του 2015.
πηγή https://www.alpha.gr/