Δελτίο Τύπου
02/02/2016
ΚΕΕ: ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις περιμένουν εδώ και περίπου 2 χρόνια την προκήρυξη του νέου Αναπτυξιακού Νόμου, προκειμένου να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις για τη διατήρησή τους στη ζωή και για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Το προσχέδιο του νέου Επενδυτικού Νόμου, που έχει δει το φως της δημοσιότητας χρήζει σημαντικών τροποποιήσεων προκειμένου να αποτελέσει ένα πραγματικό χρηματοδοτικό εργαλείο για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, σύμφωνα με τις τοποθετήσεις των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων, «ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, παρότι είναι θετικό ότι αφουγκράζεται ορισμένες από τις ανάγκες της αγοράς, εντούτοις δεν δίνει τα απαιτούμενα κίνητρα στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες».
Αφενός ο σημαντικός περιορισμός άμεσων κεφαλαιακών ενισχύσεων και η αντικατάστασή τους με φοροαπαλλαγές ναι μεν ευνοεί τους μεγάλους κερδοφόρους επιχειρηματικούς ομίλους που διαθέτουν την απαραίτητη κερδοφορία για να προχωρήσουν με ίδια κεφάλαια σε επενδύσεις, αποκλείουν όμως ουσιαστικά τους μικρομεσαίους και τους νέους επιχειρηματίες, οι οποίοι για να παράξουν κέρδος χρειάζονται ενισχύσεις εντάσεως κεφαλαίου. Επιπλέον, δεν αποτελεί κίνητρο για τις μικρές και μεσαίες νέες και υφιστάμενες επιχειρήσεις η φοροαπαλλαγή καθώς τα περιθώρια κέρδους έχουν συρρικνωθεί δραματικά λόγω του υψηλού ανταγωνισμού με τους ξένους επιχειρηματικούς ομίλους. Προτείνεται ως εκ τούτου η διατήρηση των κεφαλαιακών ενισχύσεων, ώστε να μπορούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και να μην επιχειρηθεί η μονόπλευρη ενίσχυση με φοροαπαλλαγές που ευνοεί τις υφιστάμενες κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Είναι αληθές πως η μέση επιχορήγηση ανά θέση εργασίας κυμάνθηκε σχετικά ψηλά τα τελευταία χρόνια, όμως τούτο οφείλεται σε συγκεκριμένο κλάδο επενδυτικών έργων εντάσεως κεφαλαίου, ο οποίος αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια λόγω και των στόχων που είχαν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άρα η ενίσχυσή του ήταν μονόδρομος. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να τιμωρηθούν οι υπόλοιποι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι χρειάζονται τις άμεσες κεφαλαιακές ενισχύσεις ούτως ώστε να αναπτυχθούν.
Αναφορικά με τα προτεινόμενα είδη ενισχύσεων, αξίζει να σημειωθεί πως βρίσκεται προς τη θετική κατεύθυνση ο εμπλουτισμός των προϋπαρχόντων ειδών ενίσχυσης αλλά κρίνεται σκόπιμο να δίδεται η δυνατότητα συνδυασμού των προτεινόμενων ειδών ενίσχυσης στο σύνολο των αιτημάτων ενίσχυσης. Είναι όμως πολύ σημαντικό να μην τεθούν περιορισμοί στη δυνατότητα αξιοποίησης του κινήτρου της επιχορήγησης διότι αποτελεί, όπως προκύπτει και από τον προηγούμενο Επενδυτικό Νόμο, το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων τα οποία αιτούνται ενίσχυσης.
Εξαιρετικά σημαντική είναι η πρόβλεψη για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω του νέου Αναπτυξιακού Νόμου και θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια για την αναχαίτιση της ανεργίας.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να δοθούν τα κατάλληλα αναπτυξιακά εργαλεία προς όλες τις επιχειρηματικές ομάδες και να τους δοθεί η δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με τις ανάγκες τους και όχι να προκριθούν χρηματοδοτικά εργαλεία που ευνοούν συγκεκριμένες κατηγορίες κλάδων και επιχειρήσεων.
Τέλος, όπως ήδη έχει επισημάνει η ΚΕΕ, για λόγους ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων που έχουν ενταχθεί σε Αναπτυξιακούς Νόμους, απαιτείται η παράταση του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης, για το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων που έχουν ενταχθεί τόσο στον Ν.3908/2011 όσο και στον Ν.3299/04 έως την 31-12-2017. Η εν λόγω παράταση κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία, καθώς το καθεστώς περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων διατηρείται ακόμα και σήμερα με αμφίβολη ημερομηνία άρσης του. Κατά συνέπεια θεωρούμε εξαιρετικά δύσκολη την ολοκλήρωση επενδυτικών πλάνων εντός του τρέχοντος έτους και όσο το καθεστώς αυτό διατηρείται.
Επίσης, είναι αναγκαία μία δεύτερη ευκαιρία σε όσες ενταγμένες επιχειρήσεις δεν ανταποκρίθηκαν στην προθεσμία της 30/09/2015 για την προσκόμιση επιστολής έγκρισης δανείου και οι αποφάσεις Υπαγωγής που κατέχουν είναι επί της παρούσης χωρίς αντίκρισμα. Είναι πλήρως αιτιολογημένο το ανωτέρω αίτημα καθότι οι εν λόγω επιχειρήσεις αδυνατούσαν να προσκομίσουν τη σχετική επιστολή στα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, πριν την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εν μέσω περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και μετά από μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας. Προτείνεται η άρση της υποχρέωσης προσκόμισης επιστολής έγκρισης δανείου για όσα επενδυτικά σχέδια δεν προσκομίστηκε μέχρι 30/09/2015, τα οποία θα ελεγχθούν για την κάλυψη του χρηματοδοτικού σχήματος κατά την ολοκλήρωση της επένδυσης.
πηγή http://www.acci.gr/