Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία... από τον ΣΕΒ
Η κερδοφορία των κλάδων της ελληνικής οικονομίας είναι προϋπόθεση για την δημιουργία εισοδημάτων και θέσεων απασχόλησης, καθώς δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κάνουν επενδύσεις, να στρέφονται στις εξαγωγές και, εν γένει, να βελτιώνουν τις προοπτικές τους και να ισχυροποιούν την θέση τους στην αγορά.
Το κόστος σε ορισμένες επιχειρήσεις μπορεί να επηρεάζεται δυσανάλογα από συγκεκριμένους παραγωγικούς συντελεστές που σχετίζονται με την γραμμή παραγωγής, όπως το κόστος ενέργειας, αλλά και από εξω-επιχειρησιακές μεταβλητές, όπως το κόστος χρηματοδότησης, το φορολογικό καθεστώς, το μη μισθολογικό κόστος, κ.ο.κ. Στην πληθώρα των επιχειρήσεων, όμως, ο παραγωγικός συντελεστής αναφοράς είναι το κόστος εργασίας.
Στην κατωτέρω ανάλυση γίνεται μία προσπάθεια να εξειδικευθούν ορισμένες έννοιες για να γίνει κατανοητό πώς το κόστος μισθοδοσίας καθορίζει, μαζί με την παραγωγικότητα της εργασίας, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, που είναι το μέγεθος που οι επιχειρήσεις πρέπει να ανακτήσουν διαθέτοντας το προϊόν τους στην αγορά σε τιμή που δημιουργεί και το επιδιωκόμενο κέρδος για την επιχείρηση.
Μία επιχείρηση βελτιώνει την θέση της στην αγορά και γίνεται ανταγωνιστικότερη, όταν η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υπολείπεται της αύξησης της τιμής του προϊόντος στην αγορά. Το κόστος εργασίας μπορεί να είναι υψηλό ή χαμηλό αλλά αυτό από μόνο του δεν κάνει μία επιχείρηση λιγότερο ή περισσότερο ανταγωνιστική. Αυτό που έχει σημασία για την ανταγωνιστικότητα είναι συμπληρωματικά πόσο παραγωγική είναι αυτή η εργασία (δηλ. με τί τεχνολογίες συνδυάζεται ο συντελεστής εργασία). Συνεπώς, αυτό που έχει σημασία είναι ο μισθός σε σχέση με την παραγωγικότητα, δηλαδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Εάν μία επιχείρηση διατηρεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε χαμηλό επίπεδο έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι ανταγωνιστική, πιο κερδοφόρα στην ουσία, από άλλες επιχειρήσεις του κλάδου.
Και, βεβαίως, η επιβεβαίωση έρχεται από την αγορά, εάν δηλαδή μπορεί να διαθέτει τα προϊόντα στις δεδομένες τιμές της αγοράς με κέρδος. Μία σύγκριση, λοιπόν, της μεταβολής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με την μεταβολή της τιμής του προϊόντος στην αγορά, προσφέρει έναν δείκτη ανταγωνιστικότητας (δηλ. σχετικής κερδοφορίας) της επιχείρησης. Σε περίπτωση δε, που πρόκειται για επιχειρήσεις που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά ή υπηρεσίες, η τιμή διάθεσης του προϊόντος είναι ταυτόχρονα και η τιμή του προϊόντος στη διεθνή αγορά, εάν ληφθούν υπόψη οι σχετικές ισοτιμίες νομισμάτων.
Στην ανάλυση που ακολουθεί, παρουσιάζονται στοιχεία κόστους εργασίας, παραγωγικότητας, τιμών, κ.λ.π., όπως προκύπτουν για 64 κλάδους της ελληνικής οικονομίας για τους οποίους η ΕΛΣΤΑΤ διαθέτει λεπτομερή στοιχεία ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σε ονομαστικούς και αποπληθωρισμένους όρους, ωρών εργασίας, ωριαίων μισθών, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Τα στοιχεία αυτά είναι, επίσης, ουσιώδους σημασίας για την κατανόηση των παραγόντων που υπεισέρχονται στην διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την πλευρά των εργαζομένων και των εργοδοτών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι είναι προς το συμφέρον όλων των πλευρών να γίνουν κατανοητές οι δυναμικές που επενεργούν στις συνθήκες εργασίας και ανταγωνιστικότητας σε μία επιχείρηση. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ενδιαφέρονται μόνο για την πραγματική αξία των μισθών αλλά και για την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης στην οποία δουλεύουν, διότι αυτή είναι που τους εξασφαλίζει τη διατήρηση και την αύξηση των μισθών και των θέσεων εργασίας.
Στη θεώρηση των πραγμάτων όπου η εργασία είναι σε διαρκή αντιπαλότητα με το κεφάλαιο, οι εργαζόμενοι μπορεί να μην ενδιαφέρονται για την τιμή που πωλεί η επιχείρηση το προϊόν της στην αγορά (και συνεπώς, την ανάκτηση του κόστους από την επιχείρηση) αλλά μόνο για τις τιμές των προϊόντων που καταναλώνουν, για το καλάθι καταναλωτικών προϊόντων που μπορούν να αγοράσουν με τον ονομαστικό μισθό τους. Άρα, ενδιαφέρονται, κυρίως, για την πορεία του πληθωρισμού όπως εκφράζεται από την μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτού (ΔΤΚ). Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης, είναι η άποψη ότι στις συλλογικές διαπραγματεύσεις πρέπει να μπαίνει στο τραπέζι και το κόστος εργασίας ως παράγοντας διατήρησης και επέκτασης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης, που σε τελευταία ανάλυση είναι προϋπόθεση για τη δημιουργία εισοδημάτων και θέσεων εργασίας στην κοινωνία.
Στη μελέτη που έχει γίνει, έχουν καταγραφεί όλα τα στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της πορείας ανταγωνιστικότητας επιχειρήσεων, κλάδων και, βεβαίως, της οικονομίας ως σύνολο. Στα διαγράμματα που παρουσιάζονται (Διάγραμμα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8) καταγράφεται ενδεικτικά η εξέλιξη των σχετικών μεγεθών από το 2006 έως το 2014 για τους κλάδους της μεταποίησης (χωρίς πετρελαιοειδή), του εμπορίου, του τουρισμού καθώς και του συνόλου της οικονομίας.
Στην μεταποίηση (Διάγρ. 1, 2), μέχρι και την έλευση της κρίσης, το κόστος εργασίας αυξανόταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας, δημιουργώντας πιέσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που υπολειπόταν των τιμών στην αγορά. Βεβαίως, η κατάσταση ανατρέπεται από το 2010 και μετά, όταν το κόστος εργασίας πέφτει κάτω από την παραγωγικότητα και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κάτω από τις τιμές στην αγορά, αποκαθιστώντας, κατά κάποιο τρόπο, καλύτερες συνθήκες κερδοφορίας και ανάπτυξης για τον κλάδο. Στο εμπόριο (Διάγρ. 3, 4), το κόστος εργασίας αυξάνεται πολύ ταχύτερα από την παραγωγικότητα σχεδόν σε όλη την περίοδο, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαχρονική μείωση της ανταγωνιστικότητας (δηλ. της σχετικής κερδοφορίας), τουλάχιστον μέχρι την χρονιά της ανάκαμψης (το 2014) όταν εξισορροπεί κατά τι η κατάσταση.
Στον τουρισμό, τέλος, η παραγωγικότητα απογειώνεται στα χρόνια της κρίσης και αυξάνει ταχύτερα από το κόστος εργασίας, με αποτέλεσμα να διατηρούνται υψηλά επίπεδα κερδοφορίας με την βοήθεια και των γεωπολιτικών εξελίξεων που ωφέλησαν τον κλάδο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Και ανάλογη, τέλος, είναι η εικόνα για το σύνολο της οικονομίας όπου η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται στην περίοδο της προσαρμογής.
Βεβαίως, αυτό που επιδρά καθοριστικά στην περίοδο αυτή είναι η τεράστια ύφεση που έφερε η προσαρμογή με τα Μνημόνια. Σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης, γίνεται ευκολότερη η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και η παραγωγικότητα αυξάνει (αντί να μειώνεται όπως προβλέπει η οικονομική θεωρία, κατά την οποία η παραγωγικότητα μεταβάλλεται στην ίδια κατεύθυνση με τον οικονομικό κύκλο), καθώς επενεργούν και οι δυνάμεις της «δημιουργικής καταστροφής» κατά Schumpeter.
Όλες οι παραπάνω μεταβολές είναι προσεγγίσεις στα τεκταινόμενα στους διάφορους κλάδους, και ταυτοποιούν τους παράγοντες κόστους και ζήτησης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, που είναι σε διαρκή αλληλεπίδραση με το θεσμικό πλαίσιο, που παραμένει προφανώς αδύνατο να ποσοτικοποιηθεί. Δεν αφορούν σε συγκεκριμένη επιχείρηση αλλά στη μέση επιχείρηση του κλάδου. Αλλά οι επιχειρήσεις δεν δρουν στο κενό. Δρουν σε οικονομικά, φορολογικά, ασφαλιστικά, περιβάλλοντα που ασκούν καθοριστική επίδραση στις παραγωγικές συνθήκες.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό το κράτος, που διαμορφώνει το περιβάλλον, να συνεπικουρεί τους εργοδότες και τους εργαζόμενους να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον των επιχειρήσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εμπιστοσύνη και το κλίμα αμοιβαίας συνεννόησης μεταξύ όλων των πλευρών, που δυστυχώς έχει τρωθεί. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα απαιτήσει τις προσπάθειες όλων μας, αλλά, κυρίως, του πολιτικού προσωπικού, έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ανάκαμψης και προκοπής, για να ξαναδούμε τα εισοδήματα και την απασχόληση να αυξάνουν.
πηγή http://www.sev.org.gr/