Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία ...ΣΕΒ
Οι καταθέσεις που έφυγαν δύσκολα θα επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα
Χωρίς να υπάρχει ορατή διέξοδος από την κρίση και την ύφεση, η πραγματική οικονομία αδυνατεί να σταθεί στα πόδια της αλλά και το τραπεζικό σύστημα πελαγοδρομεί, αφού δεν μπορεί να προσφέρει ρευστότητα στην παραγωγική οικονομία, δεδομένου ότι συντηρείται με πόρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι καταθέσεις που έφυγαν τους τελευταίους 15 μήνες (Διάγραμμα 1 και 2) δεν πρόκειται να επιστρέψουν στις Ελληνικές τράπεζες. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις πολιτικές που ακολουθούνται, παρόλο που η κυβέρνηση λογιστικά και μόνο φαίνεται να συμμορφώνεται με την Μνημονιακή διαδικασία, όσον αφορά στην δημοσιονομική προσαρμογή.
Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι τυχόν αδιέξοδα στη χρηματοδότηση του κράτους επιφέρουν διαρκώς όλο και υψηλότερη φορολόγηση. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο αξιόπιστο αναπτυξιακό σχέδιο, που να περιλαμβάνει μείωση των φορολογικών συντελεστών με πάταξη της φοροδιαφυγής, μείωση του μεγέθους του κράτους στα όρια των δυνατοτήτων της ιδιωτικής οικονομίας, θέσπιση φορολογικών κινήτρων για την ενίσχυση των επενδύσεων, μαζί με την κινητοποίηση πόρων μέσω διαρθρωτικών ταμείων, ΣΔΙΤ, επίσπευσης και επέκτασης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, του νέου ανεξάρτητου Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων και φυσικά μέσω της ταχείας εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις θεσμικού πλαισίου, κ.ο.κ.
Το μίγμα πολιτικής που ακολουθείται οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερα χρηματοδοτικά αδιέξοδα, και συνεπώς, στηρίζει την άποψη ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Και βεβαίως, εάν συνεχισθεί η αναπτυξιακή στασιμότητα, η δημιουργία νέας αποταμίευσης θα παραμείνει υποτονική. Για να ενισχυθεί η καταθετική βάση των τραπεζών, θα πρέπει να ανέλθει σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά. Υπενθυμίζεται ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών στη χώρα μας σήμερα είναι αρνητική κατά 6,6%, ως ποσοστό του ακαθαρίστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, δηλαδή τα νοικοκυριά καταναλώνουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους επιτρέπει το εισόδημά τους, σε μία προσπάθεια να διατηρήσουν κάποιο ελάχιστο επιθυμητό όριο κατανάλωσης ενός χαμένου εισοδήματος, ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία, καταθέσεις κ.λ.π. (Διάγραμμα πρώτης σελίδας).
Αν δεν αυξηθούν οι καταθέσεις, δεν πρόκειται να αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται ο μη ορθολογικός καταμερισμός πόρων και βεβαίως, οι δυσκολίες στην εφοδιαστική αλυσίδα και γενικότερα στην οικονομική δραστηριότητα, και κυρίως στην προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό (Διάγραμμα 3 και 4). Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργία των πιο οργανωμένων ελληνικών επιχειρήσεων ή αυτών που έχουν πρόσβαση σε έσοδα από εξαγωγές, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στην αγορά.
Η κατάσταση για τις μικρότερες επιχειρήσεις ίσως να είναι χειρότερη απ’ αυτή των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, αλλά φαίνεται να έχει αναπτυχθεί ένα εκτεταμένο σύστημα συναλλαγών μεταξύ ελληνικών επιχειρήσεων, με τη χρησιμοποίηση τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό (κυρίως Κύπρο, Βουλγαρία, κ.λ.π.). Λόγω της εκτεταμένης αβεβαιότητας που επικρατούσε στο πρώτο εξάμηνο του 2015, οι περισσότερες επιχειρήσεις είχαν μάλλον προεξοφλήσει την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και είχαν προετοιμασθεί καταλλήλως και ίσως αυτό να εξηγεί τη σχετικά περιορισμένη επίπτωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, όταν επεβλήθησαν.
Το γεγονός ότι δεν έχει επηρεασθεί σημαντικά η λειτουργία της οικονομίας από τα capital controls ενδεχομένως οδηγεί την κυβέρνηση σε κάποιου είδους καλοπροαίρετη απλούστευση όσων ζητημάτων αφορούν στην άρση των περιορισμών. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπει την άσκηση περίεργων πολιτικών χωρίς το τραπεζικό σύστημα να χάνει καταθέσεις. Και αυτό βολεύει τους πάντες καθώς καθιστά πιο προβλέψιμη την
κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα. Το έργο δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος, της ΕΚΤ και του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), καθίσταται ευκολότερο εάν δεν ασχολούνται με τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Αλλά και οι τράπεζες είναι κατά κάποιο τρόπο ικανοποιημένες καθώς έχει σταματήσει η αιμορραγία στην ρευστότητά τους και συνεπώς, δεν αυξάνει ο υψηλότοκος δανεισμός των τραπεζών από το Ευρωσύστημα μέσω του συστήματος επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA) της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί πάντως, να συνεχίσει να στηρίζεται επ’ άπειρον στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ για την κάλυψη του κενού μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων (Διάγραμμα 5), που έχει πλέον σταθεροποιηθεί σε €100 δισ. περίπου (αφού έχουν σταματήσει οι εκροές καταθέσεων). Ποσοστό 40% τουλάχιστον των χορηγήσεων είναι δάνεια σε καθυστέρηση που αδυνατούν να ανακάμψουν (Διάγραμμα 6). Αυτό οφείλεται στη στασιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, που δεν προβλέπεται να ξεπερασθεί γρήγορα εάν δεν ανατραπεί άρδην το μίγμα πολιτικής (υπερφορολόγηση και ήπιες διαρθρωτικές αλλαγές, κατώτερες των περιστάσεων πολλές φορές) με το οποίο επιχειρείται η προσαρμογή.
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε τέλος, ότι και στο μέλλον η οικονομία θα υφίσταται τις υφεσιακές επιπτώσεις προγραμμάτων σταθερότητας που θα είναι αναγκαία λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους, τουλάχιστον έως ότου διασφαλισθεί η βιωσιμότητά του. Τα capital controls θα είναι πάντα μαζί μας, τουλάχιστον για όσο καιρό δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας. Το σίγουρο είναι ότι με capital controls στις επιχειρήσεις, ανάπτυξη της οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει.
Η κάλυψη του κενού θα πρέπει συνεπώς, να αναζητηθεί σε ταχύτερη τακτοποίηση των δανείων σε καθυστέρηση ώστε να συρρικνωθεί το ενεργητικό των τραπεζών με ρυθμό ανάλογο του ρυθμού επιστροφής των καταθέσεων στο σύστημα και της δημιουργίας νέων καταθέσεων και νέων χορηγήσεων. Η τακτοποίηση των δανείων σε καθυστέρηση είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από το καθεστώς που διέπει την αγορά διαχείρισης επισφαλειών, καθώς και από την αποτελεσματικότητα του πτωχευτικού δικαίου της χώρας. Και στα δύο μέτωπα έχει γίνει και εξακολουθεί να καταγράφεται, πρόοδος.
Οι τράπεζες προχωρούν σε κοινοπραξίες με εξειδικευμένες εταιρείες του εξωτερικού για την ταχύτερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, που παραμένουν όμως στα βιβλία των τραπεζών σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων». Στην περίπτωση των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων, το πλαίσιο επιτρέπει την πώληση δανείων σε τρίτους, οι οποίοι εξειδικεύονται σε ρευστοποιήσεις, αναδιαρθρώσεις και αναχρηματοδοτήσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Θα μπορούσε ενδεχομένως, να αυξηθεί και η πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές όταν θα αποκατασταθεί το αξιόχρεον της χώρας, αν και τα ποσά που θα μπορούσαν να δανεισθούν οι ελληνικές τράπεζες είναι σχετικά περιορισμένα. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία συρρίκνωσης των ισολογισμών των τραπεζών όταν αρχίσουν να αποσύρονται τα δάνεια σε καθυστέρηση, θα πρέπει να γίνει με διατεταγμένο τρόπο χωρίς να επηρεασθεί υπερβολικά η κερδοφορία των τραπεζών, καθώς έτσι δημιουργούνται ανάγκες για νέα κεφάλαια ή η σταθερότητα της οικονομίας, που απαιτεί να μην αποσυρθεί βίαια η τραπεζική χρηματοδότηση σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις κατά τρόπο που να δημιουργεί ασυνέχειες στην οικονομική δραστηριότητα.
πηγή http://www.sev.org.gr/