Απόσπασμα από το .. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας
Η επιλογή του συνταξιοδοτικού συστήματος
Επιχειρώντας μία πρώτη παρουσίαση των συνταξιοδοτικών συστημάτων που θα μπορούσαν να επιλεγούν, σημειώνουμε ότι υπάρχουν κυρίως δύο είδη των συνταξιοδοτικών συστημάτων: το διανεμητικό (“pay-as-you-go”) και το κεφαλαιοποιητικό (“funded”).
Το πρώτο χρησιμοποιεί τις εισφορές των ασφαλισμένων ώστε να καταβληθούν οι συντάξεις των συνταξιούχων. Το δεύτερο αποταμιεύει τις εισφορές των ασφαλισμένων σε ένα «ειδικό ταμείο» ή «λογαριασμό», ώστε να συσσωρευτεί το ποσό που θα λάβουν αργότερα ως σύνταξη.
Τα διανεμητικά συστήματα είναι τις περισσότερες φορές καθορισμένων παροχών (DefinedBenefit), υπό την έννοια ότι ο ασφαλισμένος γνωρίζει εκ των προτέρων το συγκεκριμένο (υπεσχημένο) τρόπο υπολογισμού του ποσού(συνάρτηση ετών υπηρεσίας, μισθού και κυρίως συντελεστή αναπλήρωσης)που θα λάβει ως σύνταξη.
Στις μέρες μας τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα είναι συνήθως καθορισμένων εισφορών (DefinedContribution), καθώς ο ασφαλισμένος θα λάβει ως σύνταξη το ποσό που θα αντιστοιχεί σε ότι έχει συσσωρευτεί κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησης, με βάση τις(γνωστές) εισφορές που έχει καταβάλει. Η παροχή βέβαια μπορεί να καταβληθεί τόσο ως πρόσοδος, αλλά όσο και ως εφάπαξ ποσό, και στα δύο συστήματα. Δεν είναι ασυνήθιστο να καταβάλλεται συνδυασμός των δύο.
Τα διανεμητικά συστήματα καθορισμένων παροχών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επάρκεια των εισφορών των ασφαλισμένων σε σχέση με την καταβολή παροχών των συνταξιούχων. Όταν οι καταβαλλόμενες εισφορές είναι χαμηλές, είτε αυτό οφείλεται σε μείωση του αριθμού των ασφαλισμένων είτε σε αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, αυτά τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορεί να χρειαστούν πρόσθετη χρηματοδότηση.
Αυτό μπορεί να γίνει ακόμη πιο έντονο όταν η σύνταξη είναι εγγυημένη. Όταν αυτά τα ταμεία διοικούνται από το κράτος, τότε αυτό μπορεί να προσφέρει τη χρηματοδότηση. Εναλλακτικά, μπορεί είτε να αυξηθούν οι εισφορές είτε να μειωθούν οι παροχές. Σε τέτοια συστήματα δεν προβλέπεται υποχρεωτική δημιουργία αποθεματικών με περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους, καθώς αυτές καλύπτονται με την διανομή των εισφορών που εισπράττονται.
Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα καθορισμένων εισφορών αντιθέτως έχουν περιουσιακά στοιχεία που είναι αντιστοιχισμένα με τις εκάστοτε υποχρεώσεις τους. Δημιουργούν ένα «λογαριασμό» για κάθε ασφαλισμένο και τοποθετούν - αποταμιεύουν την εισφορά του σε αυτόν τον λογαριασμό. Τα χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί στο λογαριασμό επενδύονται σε περιουσιακά στοιχεία, έτσι ώστε να καλυφθούν οι μελλοντικές υποχρεώσεις. Το ποσό που καταβάλλεται σε κάθε συνταξιούχο κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής του είναι η αξία του λογαριασμού εκείνη τη στιγμή. Αυτό το ποσό ενδέχεται να έχει ή να μην έχει εγγυήσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως η επιλογή των περιουσιακών στοιχείων γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο να διατηρηθούν οι εισφορές άθικτες, αλλά και να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της αξίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου των ασφαλισμένων αλλά και τους σχετικούς κανονισμούς.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών έχει υπάρξει μια αυξανόμενη μετατόπιση από τα συστήματα καθορισμένων παροχών σε συστήματα καθορισμένων εισφορών σε αρκετές χώρες. Ανάλογα με τη χώρα, το σύστημα καθορισμένων παροχών μπορεί να ήταν διανεμητικό ή κεφαλαιοποιητικό. Αυτή η μετατόπιση έχει συμβεί για διάφορους λόγους (Broadbent, Palumbo και Woodman, 2006), όπως η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού λόγω δημογραφικών και εργασιακών αλλαγών, μεταφοράς των παροχών από έναν εργοδότη σε άλλο, (συνεχής) υπο χρηματοδότηση των συντάξεων λόγω της μείωσης των μακροχρόνιων επιτοκίων, κ.α.
Αν θεωρήσουμε μία οικονομία, στην οποία υπάρχει ήδη ένα διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα μία επιλογή θα ήταν να πραγματοποιηθεί η μετάβαση ενός περιορισμένου τμήματος αυτού σε ένα κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε για μια σειρά ετών τα δύο συστήματα να συνυπάρχουν. Αυτό σημαίνει, ότι για την περίοδο αυτή οι εισφορές των ασφαλισμένων θα μοιράζονται ανάμεσα στο διανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Στα περισσότερα διανεμητικά συστήματα τα περιουσιακά στοιχεία είναι χαμηλότερα από τις υποχρεώσεις. Η προτεινόμενη προσέγγιση θα μπορούσε συνεπώς να χρηματοδοτήσει τις παροχές που υπόσχεται το διανεμητικό σύστημα. Αυτή προβλέπει την κατανομή της εισφοράς ανά άτομο σε δύο μέρη:
- Ενός που χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις του διανεμητικού συστήματος για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, και
- Ενός που κατευθύνεται σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Μετά το πέρας του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος όλη η εισφορά κατευθύνεται προς το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Το τελευταίο αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά κατά τέτοιο τρόπο που θα μειώσει την επιβάρυνση του κράτους και ταυτόχρονα θα επιτρέψει την επανεπένδυση των συσσωρευμένων κεφαλαίων. Η δυσκολία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια τέτοια προσέγγιση είναι η έλλειψη των περιουσιακών στοιχείων ή το χαμηλό ποσό των περιουσιακών στοιχείων έναντι των υποχρεώσεων του διανεμητικού συστήματος, ειδικά αν αυτό είναι ένα ώριμο. Ενδέχεται συνεπώς να απαιτηθούν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Εδώ φυσικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι νέοι ασφαλισμένοι - για το χρονικό διάστημα που η εισφορά τους θα επιμερίζεται - θα χρηματοδοτούν τα δικαιώματα των υπαρχόντων. Άρα το ποσό που κατευθύνεται στη δημιουργία τους λογαριασμού επένδυσης είναι μειωμένο σε σχέση με αυτό που θα ήταν διαθέσιμο αν δεν υπήρχε αυτός ο επιμερισμός.
Η κατανομή ανάμεσα στα δύο συστήματα μπορεί να προσδιοριστεί με τη βελτιστοποίηση της κατάλληλης συνάρτησης χρησιμότητας, όπου παράμετροι είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο η εισφορά κατανέμεται και στα δύο συστήματα και το ποσοστό που κατανέμεται στο κάθε ένα από αυτά. Μία πρώτη προσέγγιση μπορεί να γίνει διατηρώντας σταθερή την περίοδο για την οποία η εισφορά κατανέμεται και στα δύο συστήματα και μεγιστοποιώντας την αξία του λογαριασμού επένδυσης για τους νεοεισερχόμενους στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, με την ταυτόχρονη εξασφάλιση της χρηματοδότησης του διανεμητικού συστήματος. Μετά το πέρας της προκαθορισμένης αυτής περιόδου, η πλήρης εισφορά κατευθύνεται προς το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Η εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης σε έναν πληθυσμό 100.000, χρησιμοποιώντας δείγμα δεδομένων ασφαλισμένου πληθυσμού, με τις κατάλληλες υποθέσεις και εφαρμογή των σχετικών αναλογιστικών μεθόδων έδειξε ότι αν η εισφορά κατανέμεται και στα δύο συστήματα για 10 έτη, τότε το ποσοστό της εισφοράς που μεγιστοποιεί την αξία του λογαριασμού επένδυσης του κεφαλαιοποιητικού συστήματος και ταυτόχρονα διασφαλίζει τη χρηματοδότηση του διανεμητικού συστήματος είναι περίπου 50%. Ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ο αριθμός των νεοεισερχομένων θεωρήθηκε ότι ακολουθεί μια αρνητική διωνυμική κατανομή και να είναι τέτοιος ώστε ο συνολικός πληθυσμός παρέμεινε αμετάβλητος.
- Για αυτόν τον πληθυσμό οι νέοι άντρες εισέρχονται στην ηλικία των 27 ετών και οι νέες γυναίκες στην ηλικία των 25 ετών, ενώ όλοι συνταξιοδοτούνται στην ηλικία των 65 ετών.
- Η αύξηση των μισθών θεωρήθηκε ότι είναι 2%
- Το απόδοση καθώς και το προεξοφλητικό επιτόκιο θεωρήθηκε ίσο με το 2,5%
- Η συνολική συνεισφορά ήταν 6%
- Οι πιθανότητες επιβίωσης, θνησιμότητας και αναπηρίας βασίστηκαν στον πίνακα EVK2000
- Το ποσοστό συμμετοχής θεωρήθηκε ίσο με 85%.
πηγή http://www.oe-e.gr/oe/