Saturday, April 30, 2016

Οι μέτριες έως κακές επιδόσεις στην ταχύτητα απονομή της δικαιοσύνης βέβαια εξαρτώνται απόλυτα από τη βούληση του νομοθέτη να θέσει στόχους ποιοτικής και ποσοτικής αναβάθμισης του δικαστικού έργου και έχουν σχέση φυσικά και με τους πόρους που διατίθενται και θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν για την υποστήριξη των Ελλήνων δικαστών...ΣΕΒ

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία ...ΣΕΒ



Η ελληνική δικαιοσύνη πρέπει να βελτιωθεί με εντατικότερους ρυθμούς




Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τα τελευταία 7 χρόνια μεγάλο αριθμό μέτρων, νομοθετικών και διοικητικών, με στόχο την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, καταγράφεται από την έκθεση 2016 EU Justice Scoreboard της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για το 2015 η μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικαιονομίας, η υλοποίηση και δρομολόγηση επιπλέον μεταρρυθμίσεων στη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής, η μεταρρύθμιση στα νομικά επαγγέλματα και η αύξηση του κόστους χρήσης των δικαστηρίων.

Τα μέτρα των τελευταίων ετών όμως δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε ορατά, για την οικονομία, αποτελέσματα όπως αποτυπώνουν τα ποσοτικά στοιχεία της έρευνας, που καταγράφουν για άλλη μια φορά την επιμονή των πολύ μεγάλων χρόνων εκδίκασης και την ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμών υποθέσεων. Από την άλλη, καταγράφονται και εξελίξεις που ίσως αποτελούν σημάδια μιας επικείμενης βελτίωσης. Συγκεκριμένα:

- Ο αριθμός εισαγωγής των νέων πολιτικών (δηλαδή αστικών, μη ποινικών) υποθέσεων, ανά κάτοικο, είναι υψηλός ενώ για τις διοικητικές υποθέσεις αρκετά χαμηλότερος αλλά,

- Ο χρόνος επίλυσης για τις νέες αστικές υποθέσεις είναι υψηλός, και για τις διοικητικές υποθέσεις ακόμα υψηλότερος, με δυο μόνο χώρες να έχουν χειρότερους χρόνους.

- Ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων, αστικές και ακόμη περισσότερο διοικητικές, είναι εξαιρετικά υψηλός, αν και,

- Ο ρυθμός επίλυσης υποθέσεων έχει αυξηθεί σημαντικά άνω του 100%, για τις αστικές υποθέσεις για πρώτη φορά το 2014 (αναλυτικά στοιχεία υπάρχουν έως το 2013, όπου παραμένει κάτω του 100% το ποσοστό αυτό) και δε για τη διοικητική δικαιοσύνη, όπου η Ελλάδα εμφανίζεται πρώτη ως προς το ποσοστό των επιλυμένων σε πρώτο βαθμό διοικητικών υποθέσεων, το όριο του 100% που σηματοδοτεί τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων έχει ξεπεραστεί ήδη από το 2012. Όλα αυτά υπογραμμίζονουν μια τάση που δημιουργεί προσδοκίες αντιμετώπισης των εκκρεμών υποθέσεων και διαμόρφωσης τελικά μιας πιο ευνοϊκής εικόνας σε ό,τι αφορά τη ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης. Σημειώνεται ενδεικτικά ότι ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης της πτωχευτικής διαδικασίας είναι σήμερα 3,5 χρόνια, από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.

Οι μέτριες έως κακές επιδόσεις στην ταχύτητα απονομή της δικαιοσύνης βέβαια εξαρτώνται απόλυτα από τη βούληση του νομοθέτη να θέσει στόχους ποιοτικής και ποσοτικής αναβάθμισης του δικαστικού έργου και έχουν σχέση φυσικά και με τους πόρους που διατίθενται και θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν (πχ μέσα από έναν Δικαστικό Καλλικράτη) για την υποστήριξη των Ελλήνων δικαστών. Σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα χρήσης τους καταγράφεται ότι βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα περίπου στον μέσο όρο της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τους δικαστές και λίγο χαμηλότερα σε ό,τι αφορά το κόστος του συστήματος ως ποσοστό του ΑΕΠ (Διάγραμμα πρώτης σελίδας), την ώρα που οι επιδόσεις όπως είδαμε υστερούσαν σημαντικά, με αποτέλεσμα τη σώρευση στο παρελθόν σημαντικού αριθμού εκκρεμών αστικών και διοικητικών υποθέσεων και τη διαχρονική δυσκολία διαχείρισης ειδικά του μεγάλου αριθμού νεοεισερχόμενων αστικών υποθέσεων (Διάγραμμα 5). Αξίζει να αναφερθεί εδώ η ανομοιογένεια πόρων στο σύστημα, με μεγάλο αριθμό δικηγόρων, επαρκή αριθμό δικαστών αλλά υστέρηση στο υποστηρικτικό διοικητικό προσωπικό – πέραν της έρευνας μάλιστα καταγράφονται και άλλες υστερήσεις, όπως στις κτιριακές υποδομές. Σημειώνεται εδώ πως το 2014 οι δαπάνες ως % του ΑΕΠ αυξάνουν αισθητά, σηματοδοτώντας ίσως μια προσπάθεια κινητοποίησης με στόχο τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, αν και δεν καταγράφεται η ύπαρξη κάποιας χωριστής δέσμης μέτρων για τη διαχείριση των εκκρεμών υποθέσεων.

Όμως η έρευνα μας δίνει στοιχεία, πέρα από τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των πόρων, και για ποιοτικά χαρακτηριστικά. Βλέπουμε έτσι ότι παρόλο που υπάρχουν αρκετά προγράμματα αρχικής ή κατά περίπτωση εκπαίδευσης των δικαστών για κρίσιμα ζητήματα, όπως εξειδικευμένα δικαστικά θέματα ή τη χρήση συστημάτων πληροφορικής, απουσιάζει η εκπαίδευση σε θέματα διοίκησης. Επιπλέον είναι μικρός ο αριθμός των δικαστών που συμμετέχει σε προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης.

Την ώρα που καταγράφεται αυτή η αδυναμία στην εκπαίδευση που αφορά θέματα διοίκησης και χρήσης συστημάτων πληροφορικής, η ηλεκτρονική επικοινωνία δικαστηρίου και δικηγόρων παρέχεται στο 25% περίπου των δικαστηρίων, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των ηλεκτρονικών υπηρεσιών υποστήριξης επικοινωνίας μεταξύ των δικαστηρίων και των εμπλεκόμενων μερών. Από την άλλη, οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες υποστήριξης συνεργασίας δικαστών και επιμελητών έχουν αναπτυχθεί πιο πολύ και εξοπλίζουν πλέον τα μισά περίπου δικαστήρια, κάτι που ισχύει και για τα συστήματα διοίκησης και ηλεκτρονικής διαχείρισης φακέλων. Από την άλλη, η πολιτική δικαιοσύνη δυστυχώς δεν διαθέτει ακόμη Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης (ΟΠΣ) Δικαστικών Υποθέσεων ενώ το αντίστοιχο ΟΠΣ της διοικητικής δικαιοσύνης έχει ολοκληρωθεί και απομένει η μετάπτωση υποθέσεων των διοικητικών πρωτοδικείων. Επιπλέον, είναι αδύναμη η ανάπτυξη υποδομών για τηλεδιασκέψεις και την παροχή οικονομικών στοιχείων (Πίνακας 7) και σε εκκρεμότητα παραμένουν υπηρεσίες προς τους πολίτες όπως το ηλεκτρονικό παράβολο.


Τα κενά αυτά είναι συμβατά με την απουσία μιας διαδικασίας αξιολόγησης των δικαστηρίων από επαγγελματίες και χρήστες, αν και η χώρα έχει εγκαταστήσει ορισμένες ασφαλιστικές δικλίδες για τη λειτουργία τους όπως:

- υποχρεωτικές προθεσμίες (αν και στη βιβλιογραφία προκύπτει ότι συνήθως είναι αναποτελεσματικές χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επιτάχυνσης της δικαιοσύνης),

- σύστημα παρακολούθησης του χρόνου παραμονής μιας υπόθεσης έως την εκδίκαση,

- άμεση πληροφόρηση για τη διαχείριση υποθέσεων, αν και απουσιάζει ένα σύστημα διαχείρισης εκκρεμών υποθέσεων και συστήματα έγκαιρης ειδοποίησης ενώ η παραγωγή στατιστικών στοιχείων είναι επίσης περιορισμένη,

- διαδικτυακή πρόσβαση σε πληροφόρηση για υποθέσεις προς εμπλεκόμενα μέρη, χωρίς όμως να είναι αυτόματη η αποστολή πληροφορίας για την πορεία των υποθέσεων,

- απαιτήσεις για τη δομή των εγγράφων, χωρίς όμως να υπάρχουν τυποποιημένα έγγραφα ή συγκεκριμένες προδιαγραφές ως προς την ευκολία κατανόησης και τη συνοπτικότητα,

- σύνδεση της κατανομής υποθέσεων με τον υφιστάμενο φόρτο εργασίας και επιπλέον εξειδικευμένα κριτήρια κατανομής των υποθέσεων, όπως για παράδειγμα η ειδίκευση του δικαστή σε ορισμένο είδος υποθέσεων και η δυσκολία των υποθέσεων.

Έτσι αποτυπώνεται μια εικόνα κατά την οποία η χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων επικοινωνίας και διαχείρισης πλέον εισάγεται αλλά δεν έχει εδραιωθεί, ενώ υπάρχουν σημαντικές ανάγκες εκπαίδευσης για τη χρήση των συστημάτων αυτών αλλά κυρίως ενίσχυσης της ικανότητας αξιοποίησης τους μέσω πιο αποτελεσματικής διοίκησης.


Η έρευνα αποτυπώνει όμως και ορισμένα ζητήματα που άπτονται της ποιότητας της δικαιοσύνης και του σημαντικού ζητήματος της απρόσκοπτης πρόσβασης στη νομολογία. Έτσι, είναι αξιοσημείωτο ότι η χώρα έχει χαμηλές επιδόσεις στον αριθμό των δικαστών που έχουν λάβει εκπαίδευση σε θέματα δικαίου άλλων χωρών της ΕΕ ή του Ευρωπαϊκού Δικαίου (Διάγραμμα 6). Σε ό,τι αφορά τα θέματα ενημέρωσης των πολιτών για τα δικαιώματά τους, στη χώρα καταγράφεται χαμηλή διάθεση πληροφορίας ηλεκτρονικά για τις διαδικασίες, τα κόστη, την εκκίνηση διαδικασίας και τη λήψη νομικής βοήθειας ενώ η χώρα έχει ιδιαίτερα χαμηλό (μηδενικό σχεδόν) προϋπολογισμό παροχής νομικής βοήθειας σε όσους τη χρειάζονται. Το κενό πληροφόρησης επηρεάζει και τις διαδικασίες επίλυσης μικροδιαφορών, οι οποίες υποστηρίζονται σε πολλές χώρες αποτελεσματικά μέσω της χρήσης της ηλεκτρονικής πρόσβασης και διάχυσης πληροφορίας. Το πιο σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύει επί της αρχής η έρευνα όμως αφορά το γεγονός ότι η Ελλάδα δημοσιοποιεί μόνο τις αποφάσεις του τρίτου βαθμού (Διάγραμμα 7). Μάλιστα, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν δημοσιοποιεί καμία απόφαση δεύτερου ή πρώτου βαθμού, αποτελώντας έτσι μια μοναδική περίπτωση εντός της Ε.Ε., η οποία επεκτείνεται φυσικά και στις επιμέρους επιδόσεις σε θέματα όπως η δωρεάν ηλεκτρονική πρόσβαση στις αποφάσεις όλων των βαθμών, μετά την αφαίρεση προσωπικών δεδομένων και την προσθήκη εργαλείων εύκολης αναζήτησης.

Την εικόνα αυτή πλαισιώνει μια αδύναμη επίδοση στην προώθηση εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών, παρόλο που υπάρχουν θεσμοθετημένες διαδικασίες διαμεσολάβησης και διαιτησίας. Η χαμηλή επίδοση της χώρας στο πεδίο αυτό (Διάγραμμα 8) σχετίζεται συνεπώς κυρίως με την έλλειψη μέτρων ενημέρωσης και προώθησης αλλά και την ικανότητα του δικαστή να επιβάλει σε πρώτο στάδιο την αναζήτηση εξωδικαστικής λύσης.


Διαβάστε εδώ το πλήρες ΔΕΛΤΙΟ

πηγή http://www.sev.org.gr/