Wednesday, July 20, 2016

Η επιστροφή στην ύφεση οφείλεται κυρίως στις ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας (και λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων), στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης που ενέτεινε την αβεβαιότητα, στην επίδραση που μεταφέρθηκε από το β’ εξάμηνο του 2015, αλλά και στην προεξόφληση της υφεσιακής επίδρασης των νέων μέτρων... - ΓΠτΚ

Απόσπασμα από την ΤΡΙΜΗΝΙΑΙA ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΡΙΛΙΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ 2016 , του ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ .. 


1 Οικονομική Συγκυρία: Η ύφεση βαθαίνει με ανησυχητικές ενδείξεις


Το 1ο τρίμηνο του 2016 η ύφεση στην ελληνική οικονομία βάθυνε. Συγκεκριμένα, με βάση το σχετικό Δελτίο Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ36 , το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010 μειώθηκε κατά 1,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2015, ενώ σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2015 η μείωση ήταν 0,5% (Πίνακας 1). 

Σημειώνεται ότι το 1ο τρίμηνο του 2016 αποτελεί το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο όπου η ελληνική οικονομία καταγράφει αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης του τριμη- νιαίου ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Πριν την υφεσιακή υποτροπή από το 3ο τρίμηνο του 2015, η ελληνική οικονομία είχε καταγράψει για 6 συνεχόμενα τρίμηνα θετικούς ρυθμούς μεγέ- θυνσης (Διάγραμμα 1). Η επιστροφή στην ύφεση οφείλεται κυρίως στις ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας (και λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων), στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης που ενέτεινε την αβεβαιότητα, στην επίδραση που μεταφέρθηκε από το β’ εξάμηνο του 2015, αλλά και στην προεξόφληση της υφεσιακής επίδρασης των νέων μέτρων. Η υφεσιακή υποτροπή της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται και στις δια- γραφές και συστάσεις επιχειρήσεων στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), όπως δείχνει και ο Πίνακας 2.


Κατά το 1ο τρίμηνο του 2016, όλες οι συνιστώσες του ΑΕΠ σημείωσαν πτώση σε ετήσια βάση. Ωστόσο, ως ιδιαίτερα ανησυχητική κρίνεται η μείωση κατά 11,7% των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 23,4%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν οριακά κατά 1,7%. Επίσης, η μείωση των εισαγωγών κατά 12,8% είναι ενδεικτική της εμβάθυνσης της ύφεσης. Ανησυχητική εξέλιξη θεωρείται όμως και η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,3%, καθιστώντας πλέον σαφές ότι μόνη της δεν μπορεί να στηρίξει βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο με μείωση τόσο των ονομαστικών (λόγω αύξησης φορολογίας και περικοπών συντάξεων) όσο και των πραγ- ματικών (λόγω εκτεταμένων αυξήσεων των έμμεσων φόρων) εισοδημάτων. Οι επενδύσεις συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία από την αρχή της κρίσης και κατά το 1ο τρίμηνο του 2016, με σωρευτική μείωση περίπου 65%. Εξαίρεση αποτελεί η οριακή αύξησή τους το 2015. Όμως, η αύξησή τους, προκειμένου να στηρίξουν την ανάκαμψη, κρίνεται αμφίβολη δεδομέ- νων των αυξημένων φορολογικών και άλλων επιβαρύνσεων, αλλά και της βραδύτερης του αναμενομένου αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και άρσης της αβεβαιότητας, όπως δείχνει και η εξέλιξη των καταθέσεων (βλ. πιο κάτω). Με άλλα λόγια, η αύξηση της φορολογίας σε περιβάλλον ύφεσης, πέραν των ιδιαίτερα υφεσιακών επιπτώσεων, θέτει σε αμφιβολία την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, τροφοδοτώντας με τον τρόπο αυτόν ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας. 




Συνολικά για το 2016, όλοι οι επίσημοι φορείς και η ελληνική κυβέρνηση προβλέπουν περαιτέρω συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας. Οι επικείμενες δράσεις της ΕΚΤ (επιλεξιμότητα εκ νέου για τα ελληνικά ομόλογα, συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης) και η πορεία του τουρισμού (παρά τα προβλήματα σε ορισμένα νησιά και στην κρουαζιέρα), σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου αναμένεται να μετριάσουν εν μέρει την ιδιαίτερα υφεσιακή επίπτωση του μίγματος της προσαρμογής. Περαιτέρω προ- βλήματα ενδέχεται να προκληθούν από μια πιθανή επιδείνωση του προσφυγικού – μεταναστευτικού, όπως και από τις εξελίξεις μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Πιο συγκεκριμένα, οι επιπτώσεις από το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος θα είναι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Στις βραχυπρόθεσμες, οι επιπτώσεις θα α- φορούν τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών, δηλαδή τις διασυνδέσεις επιχειρήσεων και τραπεζών με την Βρετανική αγορά καθώς και τον τουρισμό. Στη Βρετανία κατευθύνεται το 1,7% των εγχώριων εξαγωγών συνολικής αξίας €2,5 δισ. Αφορούν κυρίως τρόφιμα, φρέσκα και τυποποιημένα. Η αναμενόμενη υποτίμηση της αγγλικής λίρας έναντι του ευρώ θα κάνει αυτόματα τα ελληνικά τρόφιμα ακριβότερα. Ακριβότερες θα είναι και οι διακοπές του 1 εκατ. Βρετανών τουριστών στη χώρα μας. Βέβαια για τη φετινή τουριστική περίοδο οι επιπτώσεις θα είναι περιορισμένες αφού τα πακέτα έχουν κλείσει αλλά από τη νέα χρονιά, η Ελλάδα θα είναι σαφώς ακριβότερη για τους Άγγλους. Επίσης, το 0,3% των μετοχών στο βρετανικό χρηματιστήριο ανήκει σε ελληνικά χέρια και σημαντικός αριθμός των Ελλήνων πολιτών διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το βρετανικό τραπεζικό σύστημα. Υψηλή είναι και η τραπεζική διασύνδεση των δύο χωρών, η οποία αριθμεί στο 24% του ελληνικού ΑΕΠ. Η αναστάτωση συνεπώς που θα δημιουργηθεί και οι μετέπειτα κλυδωνισμοί, μόνο ζημιά θα κάνουν στην ελληνική οικονομία. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι όμως δυσμενέστερες.

 Η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενισχύει το ρεύμα εναντίον της ΕΕ και υπέρ των Ευρω- σκεπτιστών. Σηματοδοτεί την αποτυχία της «γραφειοκρατικής» ΕΕ να ενσωματώσει προς ό- φελός της τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και των νέων τεχνολογιών. Δηλαδή να αντι- μετωπίσει τις συνεχώς διευρυνόμενες εισοδηματικές ανισότητες, την διόγκωση της ανεργίας, την πτώση της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, κυρίως της μεσαίας τάξης. Εάν δεν αλλάξει σύντομα το τρέχον ευρωπαϊκό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης, τότε υπάρχει κίνδυνος να υπάρξουν μιμητές της Βρετανίας. Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, 37 το ποσοστό ανεργίας κατά το 1ο τρίμηνο του 2016 αυξήθηκε στο 24,9%, από 24,4% το 4ο τρίμηνο του 2015, ενώ παρουσιάζει μείωση σε σχέση με το 1 ο τρίμηνο του 2015 (26,6%), (Διάγραμμα 1). Εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το ποσοστό ανερ- γίας των νέων (15 – 24 ετών) που παραμένει άνω του 50%, αν και μειωμένο κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι (51,9%). Επίσης, εκτός των νέων, και οι γυναίκες φαίνεται να πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, αντιμετωπίζοντας ποσοστό 29,5%, έναντι 21,2% των ανδρών. Αντίθετα, οι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου αντιμετωπίζουν σημαντικά χαμηλότερο από το γενικό ποσοστό ανεργίας (18,4% και 11,3% αντίστοιχα).

 Εξίσου ανησυχητικό όμως είναι και το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας που βρίσκεται τα τελευταία δυόμισι χρόνια σταθερά πάνω από το 70%, αν και κατά το 1ο τρίμηνο του 2016 εμφανίζεται μειωμένο κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, στο 70,3%. Όπως έχει επιση- μάνει το ΓΠΚΒ, η μακροχρόνια ανεργία πέραν των κοινωνικών επιπτώσεων, έχει και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, όπως η μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του δυνητικού ΑΕΠ. Ο μό- νος βιώσιμος τρόπος μείωσης της ανεργίας σε οικονομικά και κοινωνικά ανεκτό επίπεδο εί- ναι το κλείσιμο του κενού επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί την περίοδο της κρίσης στην ελληνική οικονομία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων μέσω της δημιουργίας και εμπέδωσης ενός φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα, με κύρια χαρακτηριστικά τη μείωση της γραφειοκρατίας, τη σταθερότητα του πλαισίου λειτουργίας, την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και την πολιτική σταθερότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η αποτελεσματική διαχείριση του νέου αναπτυξιακού νόμου, της κοινωνικής οικονομίας και των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ μπορούν να δράσουν μόνον υποστηρικτικά και σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Σημειώνεται πάντως, ότι οι εκτεταμένες αυξήσεις φόρων και εισφορών δε βοηθούν την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, τόσο ως προς την αύξηση των εξαγωγών, όσο και ως προς την προσέλκυση νέων επενδύσεων στη χώρα. 


Όσον αφορά στις τραπεζικές καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, το Μάρτιο του 2016 υποχώρησαν κατά € 219 εκατ. στα € 121,469 δισ., ενώ και τον Απρίλιο σημειώθηκε περαιτέρω οριακή υποχώρηση κατά € 42 εκατ. Αντίθετα, το Μάιο του 2016 αυξήθηκαν κατά € 278 εκατ., στα € 121,7 δισ. (βλ. Διάγραμμα 18 στο Παράρτημα 7.1), παρά τη μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά € 760 εκατ. Η εξέλιξη των τραπεζικών καταθέσεων αποτελεί ενδεικτικό μέτρο για την εμπιστοσύνη σε μια οικονομία και η διαμόρφωσή τους σε επίπεδο μόλις € 871 εκατ. πάνω από το χαμηλό 13 ετών (Ιούλιος 2015) αναδεικνύει την πολύ βραδύτερη του αναμενομένου αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη δυσκολία άρσης της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία όπως και τα αντικίνητρα για την επιστροφή των καταθέσεων που δημιουργούν οι περιορισμοί, στερώντας από το τραπεζικό σύστημα πολύτιμη ρευστότητα και μεταθέτοντας ουσιαστικά τις παρεμβάσεις σχετικά με την ουσιαστική χαλάρωση των περιορισμών. Σε αυτό το περιβάλλον, η χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα υποχώρησε κατά 2% το Μάιο, κατά 1,9% τον Απρίλιο και κατά 2,1% το Μάρτιο σε ετήσια βάση. 38 Όσον αφορά στο Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ΔΟΚ), εμφανίζεται να έχει ανακάμψει σε σχέση με το χαμηλό 7ετίας του Αυγούστου του 2015 (76,1 μονάδες) και τον Ιούνιο του 2016 διαμορφώθηκε στις 89,7 μονάδες (αμετάβλητος σε σχέση με το Μάιο), οριακά μειωμένος σε σχέση με τον Απρίλιο (90,3 μονάδες). Παρά τη βελτίωση όμως που παρουσιάζει σε σχέση με τον Αύγουστο του 2015, ο ΔΟΚ παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, όπως δείχνει και το Διάγραμμα 14 στο Παράρτημα 7.1. Σε αντίθεση με το ΔΟΚ και τις άλλες υποκατηγορίες του, η καταναλωτική εμπιστοσύνη δεν ακολουθεί την ίδια πορεία, όπως δείχνει και το σχετικό διάγραμμα. Έχει σημειώσει σημαντική υποχώρηση σε σχέση με το Φεβρουάριο του 2015 (-30,6), ευρι- σκόμενη τον Ιούνιο του 2016 στις -68 μονάδες, υποχωρώντας μάλιστα περαιτέρω από το κα- λοκαίρι του 2015. 

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως την αβεβαιότητα και τις δυσμενείς προσ- δοκίες των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση το επόμενο διάστημα. Οι υπό- λοιπες 4 υποκατηγορίες φαίνεται να επανέρχονται σταδιακά περίπου στο επίπεδο πριν τη γενίκευση της αβεβαιότητας το περασμένο καλοκαίρι. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε αποπληθωρισμό. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή το Μάιο του 2016 παρουσίασε μείωση κατά 0,9% σε ε- τήσια βάση και κατά 0,4% σε μηνιαία βάση, ενώ τον Ιούνιο υποχώρησε κατά 0,7% σε ετήσια βάση, αλλά αυξήθηκε κατά 0,8% σε μηνιαία. Ομοίως, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Κα- ταναλωτή το Μάιο του 2016 υποχώρησε κατά 0,2% σε ετήσια βάση, ενώ σε μηνιαία βάση παρέμεινε αμετάβλητος (βλ. Διάγραμμα 17 στο Παράρτημα 7.1). Όμως, τον Ιούνιο, σημείωσε οριακά θετική μεταβολή 0,2% σε ετήσια βάση και σημαντική αύξηση κατά 1,3% σε μηνιαία βάση. Στις επιμέρους κατηγορίες, τη μεγαλύτερη μείωση σε ετήσια βάση σημείωσε η κατη- γορία της στέγασης (-4,3%), ενώ σημαντικά υποχώρησαν και οι μεταφορές (-1,6%). Αντίθετα, αύξηση σημείωσε η διατροφή και τα μη αλκοολούχα ποτά (0,7%) και τα ξενοδοχεία- καφέ- εστιατόρια (3%). Στη ζώνη του Ευρώ, ο εν λόγω δείκτης παρουσίασε οριακά θετική μεταβολή κατά 0,1% τον Ιούνιο, από -0,2% τον Απρίλιο και -0,1% το Μάιο. Οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία αναμένεται να τονώσουν τον πληθωρισμό στην ελληνική οικονομία -εξέλιξη κρί- σιμη για μια χώρα με πρόβλημα χρέους- αλλά θα μετριάσουν τη θετική επίδραση του απο- πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. 


Με βάση τα μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό αυξήθηκαν κατά 0,3% και το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά 4% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ για το τελευταίο προβλέπεται αύξησή του συνολικά για το 2016, για δεύτερο συνεχόμενο έτος μετά από μια τετραετία πτώσης (2011 – 2014). Στο πλαίσιο αυτό, η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε περαιτέρω το 1ο τρίμηνο του 2016 κατά 4,7%, συνεχίζοντας την έντονα πτωτική της πορεία τα τελευταία χρόνια (βλ. Διά- γραμμα 15 στο Παράρτημα 7.1). Οι εξελίξεις αυτές είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές τόσο για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές μεγέθυνσής της. Στο υφεσιακό αυτό περιβάλλον, εξακολουθούν να αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς το δημόσιο στο πρώτο τετράμηνο του 2016 (βλ. Διάγραμμα 16 στο Παράρτημα 7.1), εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων φορολογικών μέτρων. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2016 ανήλθαν σε € 4,33 δισ., από € 3,636 δισ. το Μάρτιο. Αντίθετα, οι εισπράξεις έναντι αυτού του χρέους διαμορφώθηκαν στα € 568 εκατ. τον Απρίλιο από € 445 εκατ. τον προηγούμενο μήνα.



πηγή http://www.pbo.gr/