Δελτίο Τύπου - ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤτΕ κ. ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ στον Ελληνικό Σύνδεσμο Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων «ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΒΙΩΣΙΜΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ» - Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2017
Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα. Θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και την πορεία μετάβασης της ελληνικής οικονομίας γενικότερα προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Θα επικεντρωθώ σε πέντε βασικά θέματα:
Πρώτον, τι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα στα χρόνια της οικονομικής προσαρμογής. Δεύτερον, στις πρόσφατες εξελίξεις, τις μελλοντικές προκλήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Τρίτον, στην πορεία της παραγωγής και τη διάρθρωση των εξαγωγών του κλάδου των τροφίμων. Τέταρτον, θα υπογραμμίσω τη σημασία της ανταγωνιστικότητας, της ποιότητας και του branding των ελληνικών προϊόντων, και, πέμπτον, το ρόλο του υγιούς ανταγωνισμού και της άρσης των σχετικών εμποδίων.
1. 2008-2009: Στο κατώφλι της κρίσης
Το 2008-2009, στο κατώφλι της κρίσης, ήταν φανερό ότι η διάρθρωση και η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπαν την ταχεία αντίδραση που απαιτούσαν οι επερχόμενες προκλήσεις. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων είχε μειωθεί σημαντικά και βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αλλά και στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας το 2009 ήταν αυξημένο κατά περίπου 30% σε σχέση με το 2002, επιδεινώνοντας δραματικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στις εξαγωγές. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία, μετά από 36 χρόνια ένταξης στην ΕΕ, δεν είχε ανοιχτεί επαρκώς στο διεθνή ανταγωνισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν υπερέβαιναν το 19% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 35% στη ζώνη του ευρώ. Κυριαρχούσε η πολύ μικρή επιχείρηση, με μέσο μέγεθος που δεν υπερέβαινε τα 5 άτομα, σε σύγκριση με τα 15 άτομα στην ΕΕ. Τέλος, αγορές, που στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης είχαν προ πολλού απελευθερωθεί, παρέμεναν κλειστές.
Οι λόγοι της παρατεταμένης διάρκειας της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παραγόντων, όπως: αδυναμία στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις τους, διστακτικότητα των κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα αυτά και ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε σε όλες τις άλλες χώρες όπου εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, ώστε να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι ο σημαντικότερος παράγοντας που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν οι ποικίλες αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις, που δημιούργησαν μεγάλες διαρθρωτικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, περιόρισαν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η φορολογία, οι επενδύσεις, ο ταχύς αναπροσανατολισμός στις αγορές εξωτερικού και οι μεταρρυθμίσεις. Η ύφεση, δηλαδή, θα ήταν σαφώς μικρότερη και βραχύτερη, εάν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας.
2. 2010-2016: Πρόσφατες εξελίξεις και τρέχουσα συγκυρία
Παρά τα προβλήματα και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα, πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Ειδικότερα επιτεύχθηκαν:
• Ταχύτατη και πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο 2013-2015 το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφτηκε και καταγράφηκαν μικρά πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης, για πρώτη φορά από το 2001. Για το 2016, η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ περίπου.
• Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αλλά και - σε μικρότερο βαθμό - ως προς τις σχετικές τιμές.
• Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
• Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ από 19% το 2008 σε 32% σήμερα, ενώ το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών στο ΑΕΠ διπλασιάστηκε στο ίδιο διάστημα (από 8,5% το 2009 σε 16,5% σήμερα).
• Ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα.
• Μεταρρυθμίσεις κυρίως στην αγορά εργασίας, αλλά και στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
πηγή http://www.bankofgreece.gr/