Δελτίο Τύπου - Τοποθέτηση ΓΣΕΒΕΕ στο Ελληνικό κοινοβούλιο για το πολυνομοσχέδιο
Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ. Καββαθάς παρευρέθηκε σήμερα στη κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής με τις Επιτροπές Κοινωνικών Υποθέσεων, Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Παραγωγής και Εμπορίου για το πολυνομοσχέδιο «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις.»
Η τοποθέτηση του Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ στο Σ/Ν είναι η εξής:
Το νομοσχέδιο που καταθέτει η κυβέρνηση, με τη μορφή του επείγοντος στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ολοκληρώνει ένα ακόμη κύκλο βίαιων παρεμβάσεων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Μετά από 7 χρόνια υπαγωγής στο πιο αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας που έχει εφαρμοστεί ποτέ στην οικονομική ιστορία, που δεν έχει επιβληθεί ούτε σε ηττημένους Παγκοσμίου Πολέμου, είναι πλέον προφανές ότι οδεύουμε σε ένα ακόμη γύρο επιπρόσθετων επιβαρύνσεων, ο οποίος επιδρά ανασταλτικά στις προοπτικές ανάκαμψης και συντηρεί την οικονομία σε μια κατάσταση παγίδας στασιμότητας. Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι με αυτή τη συμφωνία αντί να απελευθερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, καθηλώνονται ακόμη περισσότερο σε ένα σπιράλ εσωτερικής υποτίμησης και υποβάθμισης. Η συμφωνία είναι αναγκαία συνθήκη υπέρβασης της κρίσης, αλλά όχι ικανή να δημιουργήσει μια νέα αρχή. Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι τα νέα αυτά μέτρα θα πλήξουν μεσοπρόθεσμα κυρίως τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε όφελος μεγαλύτερων επιχειρήσεων αλλοδαπών και εγχωρίων συμφερόντων.
Οι θυσίες της ελληνικής κοινωνίας και παραγωγικής βάσης μπορεί να έχουν οδηγήσει σε απτά και εντυπωσιακά δημοσιονομικά αποτελέσματα, όμως δεν έχουν κεφαλαιοποιηθεί σε επίπεδο αύξησης απασχόλησης, βελτίωσης επιχειρηματικού περιβάλλοντος, προοπτικών ανάπτυξης, κοινωνικής πολιτικής. Άλλωστε, τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν την καθήλωση της οικονομίας σε χαμηλά επίπεδα ισορροπίας (-0,5% ΑΕΠ στο Α’ τρίμηνο 2017). Στην επόμενη τετραετία αναμένονται επιπρόσθετες παρεμβάσεις στα δημόσια οικονομικά ύψους 5 δις, που θα αφαιρέσουν πόρους από την πραγματική οικονομία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, υπάρχει η παραδοχή ότι για το 2017 η αύξηση του ΑΕΠ θα περιοριστεί στο 1,8%, ενώ αντίστοιχα προσαρμόζονται προς το χαμηλότερο η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι στο παρελθόν αντίστοιχες προβλέψεις σε περιόδους στασιμότητας δεν είχαν επαληθευθεί εξ αιτίας της διαρκούς δέσμευσης της οικονομικής πολιτικής σε καθεστώς λιτότητας.
Άλλωστε, καμιά από τις χώρες, οι οποίες βρέθηκαν σε καθεστώς μνημονίου ή/ και επιτήρησης τα προηγούμενα χρόνια, δεν υποχρεώθηκε να βρίσκεται επί δεκαετίας σε ένα τόσο αυστηρό δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, που στραγγαλίζει την εθνική οικονομία και την παραγωγική βάση. Οι θεσμοί και οι οικονομικοί αναλυτές γνωρίζουν ότι οι περικοπές δαπανών και η φορολογία δεν έφτασαν ούτε στο μισό στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας που εφάρμοσαν περιοριστική οικονομική πολιτική, ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν χώρες που έχουν κερδίσει χρόνο μετάβασης για την προσαρμογή των δημοσιονομικών τους αποτελεσμάτων. Αυτός ο χρόνος είναι αναμφίβολα σε όφελος των εθνικών τους οικονομιών. Και αυτό το γεγονός αποτελεί σαφέστατα τη μεγάλη αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος συνολικά να παρουσιάσει και να διαπραγματευτεί ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, με δεσμεύσεις, χρονοδιαγράμματα, ομαλό πολιτικό κύκλο αλλά και με συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές.
Το νομοσχέδιο αυτό, εκτός από τη συνέχιση της λιτότητας, προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα απορρύθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η οποία θα οδηγήσει κι άλλες μικρές επιχειρήσεις στην έξοδο και την ευθανασία. Παράλληλα, τα επονομαζόμενα αντίμετρα, τα οποία ασφαλώς είναι μια θετική πτυχή, δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν ένα βιώσιμο κοινωνικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Μάλιστα, θα τεθούν σε εφαρμογή μετά το πέρας 2 ετών, σε χρόνο που θα είναι απροσδιόριστη η ωφελιμότητα τέτοιων παρεμβάσεων.
πηγή http://www.gsevee.gr/