ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ∆ΙΟΙΚΗΤΗ της ΤτΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2019 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
2020: ΕΤΟΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στο ξεκίνημα της νέας δεκαετίας, η ελληνική οικονομία έχει διορθώσει τις μείζονες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες που προκάλεσαν την οικονομική κρίση, και προσπαθεί να επιταχύνει το βηματισμό της προς μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Στο δρόμο της έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις, σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, καθώς και εξωτερικούς κινδύνους. Η εξάπλωση του κορωνοϊού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 και η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος επηρεάζουν καταλυτικά τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και θέτουν, προσωρινά, μεγάλα εμπόδια στην πορεία προς την κανονικότητα.
Η πανδημία του κορωνοϊού δοκιμάζει τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές όλου του πλανήτη και απαιτεί άλλο επίπεδο διεθνούς επιστημονικής, κοινωνικής και οικονομικής συνεργασίας από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων έχουν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, με τις πιο αδύναμες οικονομίες να πλήττονται περισσότερο.
Παρά την αναιμική μεγέθυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ελληνική οικονομία συνέχισε να ανακάμπτει μέχρι πρόσφατα, όπως μαρτυρούν οι θετικές επιδόσεις που καταγράφηκαν σε βασικούς μακροοικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες. Η ισχυρή ανοδική τάση του δείκτη οικονομικού κλίματος και η ενίσχυση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών υποδήλωναν, μέχρι πρότινος, συνέχιση και επιτάχυνση της αναπτυξιακής δυναμικής. Παράλληλα, καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων και βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών, που συνέβαλαν στην ενίσχυση της ρευστότητάς τους και επέτρεψαν την αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Εξάλλου, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα επέφερε την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Επιπρόσθετα, η πρόσφατη κατάργηση από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της απόφασης του Μαρτίου 2015, με την οποία είχαν επιβληθεί ανώτατα όρια στην αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησε την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η συνετή δημοσιονομική πολιτική, ο προσανατολισμός του δημοσιονομικού μίγματος προς μια πολιτική περισσότερο φιλική προς την ανάπτυξη, με κύριο χαρακτηριστικό την εκλογίκευση του φορολογικού βάρους και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), οι ιδιωτικοποιήσεις και η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων είναι οι σημαντικότεροι άξονες της προσπάθειας για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πολλά από τα μεσοπρόθεσμα αυτά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής πρέπει να διατηρηθούν και στις σημερινές έκτακτες οικονομικές συνθήκες, άλλα όμως πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως.
Επιβράβευση της προόδου που σημείωσε η Ελλάδα είναι η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας κατά μία βαθμίδα τον Οκτώβριο του 2019 από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s και πιο πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020, από τον οίκο Fitch, αλλά και η βελτίωση της θέσης της χώρας κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς που καταρτίζει η Διεθνής Διαφάνεια. Σε ένα διεθνές περιβάλλον αρνητικών αποδόσεων, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων κατέγραψαν συνεχή και ταχεία αποκλιμάκωση, η οποία μόλις προσφάτως ανατράπηκε λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού, με τα περιθώρια (spreads) να αυξάνονται σημαντικά τις τελευταίες ημέρες. Αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις κατα δεικνύουν, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντική η απόφαση που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 18 Μαρτίου να εφαρμόσει εξαίρεση (waiver) από το γενικό κανόνα επιλεξιμότητας ομολόγων για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα με το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που συνδέεται με την πανδημία (PEPP) ύψους 750 δισεκ. ευρώ και θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το τέλος του 2020.
Η επιτυχής έκδοση στα τέλη Ιανουαρίου, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, 15ετούς κρατικού ομολόγου, μέσω του οποίου αντλήθηκαν 2,5 δισεκ. ευρώ με πολύ χαμηλό επιτόκιο (1,875%), πιστοποιεί την πρόοδο που επιτεύχθηκε, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η λήξη του τίτλου έχει ημερομηνία μεταγενέστερη του 2032, δηλαδή του έτους κατά το οποίο προβλέπεται να λήξει η αναβολή πληρωμών τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), όπως συμφωνήθηκε στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους.
Η πέμπτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύθηκε πρόσφατα αξιολογεί ως ικανοποιητική την πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα όσον αφορά την εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων με ορίζοντα το τέλος του 2019, οι οποίες αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της κοινωνικής πολιτικής, στην προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η γνώση και η τεχνολογία είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες οικονομικής ευημερίας. Οι οικονομίες που ειδικεύονται στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, συνδυάζοντας επαρκές υλικό κεφάλαιο, εξειδικευμένη εργασία και σύγχρονη τεχνολογία, είναι αυτές που θα γνωρίσουν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Αναμφισβήτητα, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο. Στη δεκαετία όμως που μόλις ξεκίνησε, το ζητούμενο είναι η τοποθέτηση της ελληνικής οικονομίας στο νέο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη με αξιοποίηση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων. Για να μπορέσει επομένως να γίνει ανταγωνιστική στο νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας και πλούτου και να καλύψει το χαμένο έδαφος, απαιτούνται υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και ταχεία ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στα συστήματα παραγωγής και οργάνωσης. Για να καταστεί αυτό εφικτό, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση μιας σειράς από περιορισμούς και προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, με έμφαση στη μείωση του μεγάλου επενδυτικού κενού, στη δημιουργία πολλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης, στην αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, με τις προσαρμογές που επιβάλλουν οι έκτακτες συνθήκες, συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών στόχων. Η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που ισχύουν σήμερα συνεπάγεται οφέλη, αρκεί να μην είναι τέτοια η μείωση του πλεονάσματος που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και η πρόσφατη θετική απόφαση του Eurogroup της 16ης Μαρτίου, το οποίο, αξιοποιώντας τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης περί ευελιξίας στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών εξελίξεων λόγω έκτακτων γεγονότων, εξαιρεί, για όλα τα κράτη-μέλη, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τα προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Επιπλέον, η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών στην οικονομία δεν θα επηρεάσει τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδος, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του στόχου του δημοσιονομικού αποτελέσματος.