Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη στη 19η συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με την ελληνική κυβέρνηση του Economist
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί διοργανωτές, ευχαριστώ για την πρόσκληση για την παρουσία σας και για την προσοχή σας και θα προσπαθήσω να μη μακρηγορήσω έτσι ώστε το πιο ενδιαφέρον σημείο της συνάντησής μας να είναι η συζήτηση.
Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στη διαπραγμάτευση, αυτόν τον μαραθώνιο διαπραγμάτευσης, που διαρκεί τώρα τρεις μήνες. Πολλοί αναρωτιούνται και εύλογα "γιατί παίρνει τόσο χρόνο η επίτευξη μίας συμφωνίας"; Ο λόγος δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι διαφωνούμε στα βασικά ζητήματα.
Ξέρετε, συμφωνούμε στα περισσότερα, συμφωνούμε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ ξανά να διολισθήσει στην αναξιοπρέπεια των πρωτογενών ελλειμμάτων, συμφωνούμε στο γεγονός ότι η αγορά εργασίας μας βρίσκεται σε οικτρή κατάσταση.
Συμφωνούμε ότι το ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο. Μα πώς θα μπορούσε να είναι βιώσιμο σε μια χώρα όπου η απασχόληση έχει συρρικνωθεί τόσο πολύ, όπου η κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων έχει δεχθεί τέτοιο πλήγμα το 2012 με το PSI, όταν έχουμε τόσο τεράστιο ποσοστό μαύρης εργασίας, εργασίας η οποία δε δηλώνεται?
Συμφωνούμε απολύτως στην ανάγκη διοικητικής μεταρρύθμισης, στο γεγονός ότι -θα το πω αγγλιστί- το Ελληνικό Κράτος για επιχειρηματίες και πολίτες συχνά είναι public enemy number one, συμφωνούμε ότι η επιχειρηματικότητα των νέων δεν ενισχύεται, το αντίθετο, ότι δύο-τρεις νέοι άνθρωποι για να δημιουργήσουν ένα startup αντιμετωπίζουν εχθρότητα από το κράτος, από το ασφαλιστικό σύστημα κι από το φορολογικό σύστημα.
Συμφωνούμε ότι η κρίση έχει δημιουργήσει συντριπτικές ανισότητες οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη στην κοινωνική συναίνεση που απαιτείται για ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Συμφωνούμε στο ότι υπάρχουν ολιγοπωλιακές πρακτικές στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών που κι αυτές με τη σειρά τους αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Συμφωνούμε με άλλα λόγια ότι η Ελλάδα αν δεν μεταρρυθμιστεί θα βουλιάξει. Αφού συμφωνούμε σε όλα αυτά γιατί δεν κλείνουμε μία συμφωνία να σταματήσει αυτή η συνεχιζόμενη ασφυξία της αγοράς, την οποία να ξέρετε εμείς στην Κυβέρνηση και ιδίως στο Υπουργείο Οικονομικών συναισθανόμαστε και απευχόμαστε πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον;
Η απάντηση είναι ότι μετά από πέντε χρόνια ενός προγράμματος που κατ΄ εμάς έχει αποτύχει, αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή δεν είναι η επόμενη δόση. Το πρόβλημα των προηγούμενων πέντε ετών ήταν ότι συνεχώς προκρίναμε το τι πρέπει να υποσχεθούμε για να πάρουμε την επόμενη δόση. Θα σας θυμίσω μια ρήση του Κέυνς από το «the economic consequences of the peace» του 1919, ο οποίος είχε πει ότι "η Γερμανική Κυβέρνηση τότε είχε αποδεχθεί όρους που δεν είχε δικαίωμα να αποδεχθεί και οι σύμμαχοι είχαν επιβάλλει όρους που δεν είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν".
Κάπως έτσι βλέπουμε τα πράγματα τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι Κυβερνήσεις μας, κακά τα ψέματα, υπόσχονταν πράγματα που ξέρανε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν, οι εταίροι – οι δανειστές προσποιούνταν ότι πίστευαν αυτές τις υποσχέσεις και το αποτέλεσμα ήταν μία κατάσταση, στην οποία, ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης, ανεξάρτητα ακόμα και της οικονομικής σχολής σκέψης στην οποία ανήκει ο καθένας, αν είναι μονεταριστής, κεϋνσιανός, αν είναι φιλελεύθερος, αριστερός, ήταν μία κατάσταση η οποία είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά.
Δεν ξέρω αν ξέρει κάποιος από σας μια άλλη τέτοια περίπτωση, να μου την πει να τη μελετήσω, μία περίπτωση να έχεις μια τόσο σοβαρή καθίζηση του εργασιακού κόστους σε μια χώρα, χωρίς απογείωση των εξαγωγών, χωρίς σοβαρούς ρυθμούς αύξησης των εξαγωγών.
Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει, το υπόδειγμα της εσωτερικής υποτίμησης προφανώς έχει αποτύχει και ξέρουμε πολύ καλά γιατί έχει αποτύχει. Έχει αποτύχει σε πολύ μεγάλο βαθμό γιατί ακόμα και οι υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζική πίστη, δεν έχουν πρόσβαση σε ένα κράτος το οποίο να μπορεί να ανταποδίδει το ΦΠΑ στην ώρα του. Υπάρχει μία συστημική αποτυχία εδώ τα τελευταία χρόνια.
Ο στόχος μας είναι η συμφωνία την οποία θα πετύχουμε τώρα να αποτελέσει διέξοδο, έτσι ώστε να έχουμε the Comeback. Γιατί αν απλώς κλείσουμε μια συμφωνία όπου θα κόψουμε μερικές επικουρικές συντάξεις, αυξήσουμε λίγο το ΦΠΑ στα νησιά μόνο και μόνο για να πάρουμε τα 7 κόμμα κάτι δισεκατομμύρια της τελευταίας δόσης και μετά ξανά μανά πάλι σε ένα μήνα να βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με πριν, θεωρώ ότι αυτό δεν το θέλετε ούτε εσείς, ούτε εμείς, ούτε ο ελληνικός λαός και τελικά ούτε οι δανειστές.
Εάν μου ζητούσατε να σας πω ποιο είναι το βασικό ζητούμενο της διαπραγμάτευσης, τι είναι αυτό το οποίο απαιτείται για να κλείσει μια συμφωνία η οποία να είναι συμφωνία για το Comeback, να είναι μια συμφωνία υπέρβασης της κρίσης, θα σας πω το εξής: Πρέπει να ξεφύγουμε από την παγίδα της αυστηρότητας.
Ξέρετε, εμένα δε μου αρέσει η λέξη «λιτότητα» για να χαρακτηρίζω το αγγλικό austerity, το οποίο κι αυτό είναι ελληνική λέξη, είναι πιο ακριβές. Έχω μιλήσει και στο παρελθόν υπέρ του λιτού βίου, το πρόβλημα δεν είναι αυτό, το austerity δεν είναι λιτός βίος. Τι είναι;
Κοιτάξτε, αν δείτε το πλαίσιο του υπάρχοντος προγράμματος, θα δείτε ότι υπάρχει μία μέθοδος η οποία ξεκινάει ως εξής. Λέει: Ποιος είναι ο στόχος μας για το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2019; Για να φτάσει μετά το 2022 στο 115% πρέπει το 2019 να είναι στο 139%. Ωραία; Και τι πρέπει να γίνει για να πάει από το 181% που είναι σήμερα στο 139% το 2019; Έτσι ξεκινάει, είναι αυτό που λέμε η προς τα πίσω επαγωγή, ξεκινάς από το μέλλον και πας στο παρόν για να δεις τι πρέπει να πετύχεις.
Και λέμε ότι για να έχουμε αυτή τη μείωση του ποσοστού χρέους από το 181% που είναι τώρα περίπου στο 139% το 2019, θα πρέπει να έχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα όλα τα χρόνια από σήμερα μέχρι το 2019, όχι ετήσιο, συνολικό γύρω στο 20% του ΑΕΠ, ώστε να αποπληρωθεί το χρέος για να μειωθεί στο 139%. Και παράλληλα πρέπει να έχουμε ένα ρυθμό αύξησης μεγέθυνσης συνολικά για την 4ετία 27,3% με ένα πληθωρισμό 4ετίας -9% και ιδιωτικοποιήσεις που να αντιστοιχούν σε έσοδα του 7% του ΑΕΠ (συνολικά).
Ναι, το πρόβλημα όμως ποιο είναι; Το πρόβλημα είναι όμως ότι αυτά τα δύο νούμερα 4ετίας, τα βασικά, δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα του 20% που απαιτείται για να το κάνεις αυτό, υπό την υπόθεση της ανάπτυξης της μεγέθυνσης συνολικά 27,3%, αυτά τα δύο νούμερα δεν είναι συμβατά μεταξύ τους.
Εάν ανακοινώσεις στην αγορά ότι θα προσπαθήσεις να εκμαιεύσεις από τον ιδιωτικό τομέα ένα τόσο μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα από σήμερα μέχρι το 2019, δε θα υπάρξουν οι επενδύσεις που θα παράξουν το ρυθμό ανάπτυξης που απαιτείται για να παραχθεί αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό ονομάζω είναι «παγίδα λιτότητας ή αυστηρότητας» αν θέλετε. Αυτή είναι η ουσία της διαπραγμάτευσης. Γιατί όλα τα άλλα εντάσσονται σε αυτή την ουσία.
Παράδειγμα, συζητάμε για ιδιωτικοποιήσεις. Ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι οι στόχοι των ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων ετών σε σχέση με τα πραγματικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι αστεία η διαφορά μεταξύ τους, ένα 5% των στόχων μέχρι τώρα έχει πιαστεί.
Λέμε εμείς λοιπόν: Θα είμαστε πιο ρεαλιστικοί στους στόχους που θέτουμε, εμείς δεν πρόκειται να σας πούμε ότι θα πάρουμε 15 δισεκατομμύρια, όταν πιστεύουμε ότι ακόμα και να τις κάνουμε τις ιδιωτικοποιήσεις με όλο το «μπρίο» που χρειάζεται δε θα πάρουμε πάνω από 6, γιατί να ψευδόμαστε οι μεν στους δε και οι δε στους μεν;
Ναι, σου λέει, ωραία, αλλά αν μειώσεις αυτό το ποσόν που έχεις βάλει μέσα στο dept sustainability analysis των ιδιωτικοποιήσεων μπορείς να το βρεις από κάπου αλλού γιατί αλλιώς δε βγαίνουν αυτά τα νούμερα. Οπότε μετά αρχίζει η διαδικασία, ωραία τι θα κάνουμε, θα μειώσουμε τις συντάξεις, θα μειώσουμε τους μισθούς.
Όλη αυτή η διαδικασία, όλα αυτά που ανέφερα και θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα -αυξάνουμε το ΦΠΑ για να κλείσει αυτό το κενό- είναι υφεσιακά και ανατρέπουν την υπόθεση του 27% ανάπτυξης από σήμερα μέχρι το 2019 που είναι απαραίτητο για να συμπληρωθεί το παζλ. Δηλαδή είναι σαν ένα παζλ το οποίο δε βγαίνει.
Με ρωτούν λοιπόν συχνά και απαντάω με αυτόν τον τρόπο, "γιατί δεν έχετε κλείσει τη διαπραγμάτευση"; Γιατί, και σας μιλάω ειλικρινά, ως υπουργός Οικονομικών θα αρνηθώ να βάλω την υπογραφή μου σε ένα τέτοιο πακέτο, το οποίο από πλευράς αν θέλετε μακροδυναμικής δεν είναι δυναμικά συνεπές. Αν τα νούμερα αυτά δε δένουν μεταξύ τους.
Γιατί, αν βάλω την υπογραφή μου, θα είμαι άλλος ένας υπουργός Οικονομικών που υπογράφει ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο γνωρίζει ότι δε βγαίνει όταν το ότι δε βγαίνει αποδεικνύεται μαθηματικά ότι δε βγαίνει.
Δυστυχώς από την άλλη μεριά υπάρχει… κατανόηση σε αυτό, όμως παράλληλα υπάρχουν και πολιτικοί περιορισμοί. Όταν σου λένε ότι στους διαδρόμους, κεκλεισμένων των θυρών, «έχεις δίκιο αλλά πώς θα το περάσω από το Κοινοβούλιο;» καταλαβαίνετε ότι έχουμε ένα πρόβλημα συνέπειας μεταξύ αυτών που πρέπει να γίνουν για να έχουμε το Comeback και αυτών που μπορούν να περάσουν από τα Κοινοβούλια.
Κι εδώ θα συμφωνήσω με τον κ. Letta, είναι θέμα διακυβέρνησης της Ευρώπης. Το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η Ευρώπη δεν έχει τη δομή διακυβέρνησης που απαιτείται για να μπορούμε να επιλύουμε αυτού του είδους τις διαφωνίες.
Αλλά επειδή θέλω, όπως είπα προηγουμένως, να επικεντρωθώ, να δώσω περισσότερο χρόνο στη συζήτηση και πρέπει να πάω στη Βουλή, (έχω ν’ απαντήσω σε 4 επίκαιρες ερωτήσεις σήμερα, στις 11 η ώρα) θα σας πω πολύ γρήγορα τι πιστεύω ότι πρέπει να είναι η βάση μιας λύσης, μιας συμφωνίας-λύσης ώστε να υπάρχει το Comeback.
Το πρώτο είναι, όπως εξήγησα, είναι να υπάρχει ένα δυναμικά συνεπές δημοσιονομικό πλαίσιο, ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο να έχει ειρμό, να έχει λογική, συνέπεια εσωτερική και διαχρονική.
Το δεύτερο και ας είμαστε ξεκάθαροι εδώ: Ακόμα και με θεία έμπνευση και επιβολή -κάποιος να πάταγε ένα κουμπί και να εξαφανιζόταν το χρέος μας- το πρόβλημα με την ανάπτυξη δε θα είχε λυθεί. Θα είχε βοηθηθεί, αλλά δε θα είχε λυθεί. Το γνωρίζετε καλύτερα αυτό από μένα. Γιατί; Η κυβέρνησή μας, όπως είπα στην αρχή, είναι αποφασισμένη ότι δε θα μπούμε ξανά σε πρωτογενή ελλείμματα.
Όμως σε μια οικονομία η οποία βρίσκεται σ’ ένα Great Depression τύπου δεκαετίας του ’30 με τόση χαμηλή οικονομική δραστηριότητα, με αγορές εργασίες οι οποίες είναι αποσαθρωμένες και βασικά χωρίς τραπεζική πίστη και με πρωτογενή πλεονάσματα από την κυβέρνηση, το ερώτημα είναι από πού θα έρθει η αναπτυξιακή ώθηση.
Είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει ν’ αξιοποιηθεί η δημόσια περιουσία. Εδώ μπαίνει ένα ζήτημα του τι σημαίνει «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας». Προφανώς δεν εννοώ fire sale, δεν εννοώ ξεπούλημα σ’ ελάχιστες τιμές, ένα αντίτιμο το οποίο το παίρνεις και το πετάς στο βαρέλι δίχως πάτο, ενός μη βιώσιμου χρέους.
Για μας η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας θα πρέπει να εμπεριέχει ένα λελογισμένο μίγμα, από τη μια μεριά ιδιωτικοποιήσεων, παράλληλα, όμως, πρέπει να διατηρήσει το κράτος ένα equity stake, ένα μερίδιο το οποίο να χρησιμοποιηθεί ως περιουσιακό στοιχείο, που μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως ακίνητη περιουσία αφού γίνει μεταρρύθμιση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επ' αυτών των περιουσιακών στοιχείων να ενταχθούν σε μια νέα αναπτυξιακή Τράπεζα η οποία να τα χρησιμοποιήσει ως εχέγγυα και σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να τα μοχλεύσει με στόχο τη δημιουργία μιας ροής επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Και ξέρετε, αυτή η μόχλευση μέσα από ένα πακέτο τέτοιο επενδυτικό το οποίο θα συμπεριλάβει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που θα μπορούσε να διασυνδεθεί και με την ποσοτική χαλάρωση του κ. Ντράγκι, δεδομένου ότι έχει ήδη αποφασισθεί από τον κ. Ντράγκι ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θ’ αγοράζει στη δευτερογενή αγορά ομόλογα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Οι μετοχές της αναπτυξιακής αυτής Τράπεζας, θα έχουν αποδοθεί στ’ Ασφαλιστικά Ταμεία, ως αντισταθμιστικά οφέλη, ως αποζημίωση για τη μεγάλη μείωση της κεφαλαιοποίησής τους με το PSI του 2012 και ό,τι κέρδη έχει η αναπτυξιακή Τράπεζα ή τουλάχιστον τα μερίσματα να πηγαίνουν στα Ασφαλιστικά Ταμεία, με παράλληλη δραστική μείωση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και εξορθολογισμό της διοίκησης των Ασφαλιστικών Ταμείων.
Την ίδια στιγμή το τραπεζικό σύστημα πρέπει ν’ απεγκλωβιστεί από τα κόκκινα δάνεια. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που ένα τραπεζικό σύστημα, (το οποίο έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει από το υστέρημα του ελληνικού λαού μέσα από ένα τεράστιο δάνειο από τους εταίρους μας), παρ’ όλα αυτά να έχει ένα τεράστιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Εάν δε βρούμε τρόπο να τα διαχειριστούμε αυτά, δεν υπάρχει πιθανότητα το τραπεζικό σύστημα να κάνει τη δουλειά που πρέπει να κάνει. Γι’ αυτό πρέπει να ιδρυθεί μια εταιρεία διαχείρισης των μη εξυπηρετουμένων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, ένα «bank stressed asset management agency», σε συνδυασμό και με το ΤΧΣ, κάνοντας χρήση αυτού του μαξιλαριού που έχει το ΤΧΣ γιατί είναι εκεί για να βοηθάει την κεφαλαιοποίηση των Τραπεζών.
Η κεφαλαιοποίηση των Τραπεζών την οποία συνεισέφερε ο ελληνικός λαός από το υστέρημά του όπως είπα, αυτή τη στιγμή χάνει, φθίνει λόγω των κόκκινων δανείων. Προφανώς πρέπει κάτι να κάνουμε σ’ αυτό, το έχουμε συζητήσει και με τους ομολόγους μου στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία, στην Ιρλανδία με την ΝΑΜΑ, υπάρχουν πράγματα τα οποία πρέπει να γίνουν, μπορούν να γίνουν, αλλά πρέπει να είναι κι αυτά μέρος της διαπραγμάτευσης.
Αναφέρθηκα στην αρχή για το δυναμικά συνεπές δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο δεν πρέπει να ξεκινά από το 2020 πηγαίνοντας προς τα πίσω, η προς τα πίσω υπαγωγή που σας είπα πριν, για να καταλήξουμε στο τι πρέπει να είναι το πρωτογενές πλεόνασμα σήμερα. Αυτό όμως σημαίνει ότι αν το κάνουμε σωστά κι έχουμε ένα συνεπές δημοσιονομικό πλαίσιο, το 2020 το χρέος θα είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που ήταν ο στόχος.
Ο λόγος είναι ότι δεν είναι βιώσιμο το χρέος κυρίες και κύριοι. Και, κακά τα ψέματα, κάποια στιγμή όλοι μας και δημοσίως να λέμε αυτό που λέμε ιδιωτικά. Το ελληνικό χρέος πρέπει να ξανασχεδιαστεί, να το πω απλά, να το πω μ’ έναν ευφημισμό αν θέλετε.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα, δε μιλάω για κούρεμα. Το κούρεμα είναι κακή λέξη, το έχουμε ξεχάσει. Έτσι κι αλλιώς ακόμα και το 2012 δεν τ’ ονομάσαμε «κούρεμα», τ’ ονομάσαμε “private sector involvement”. Στην Ευρώπη είμαστε καταπληκτικοί στο να παράγουμε ευφημισμούς. Λίγες περισσότερες επενδύσεις θα ήταν πιο χρήσιμο να παράγουμε.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ιούλιο – Αύγουστο θα κληθεί το Υπουργείο Οικονομικών να δανειστεί 6,7 δις από τους εταίρους με κάποιον τρόπο, για ν’ αποπληρώσει τα ομόλογα από το SMP πρόγραμμα που είχε δημιουργήσει ο κ. Τρισέ αν θυμάστε το 2010-11 τα οποία τα κρατάει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το εναπομείναν αυτό ποσό των ομολόγων είναι γύρω στα 7 δις, τα οποία θα πρέπει ν’ αποπληρώνονται τους επόμενους μήνες, χρόνια, πάρα πολύ σύντομα. Αυτά τα ομόλογα είναι πάρα πολύ απλό, θα πρέπει να σταλούν στο απώτερο μέλλον. Είναι ξεκάθαρο αυτό. Και νομίζω είναι ξεκάθαρο αυτό και στους ανθρώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Βέβαια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτή τη στιγμή έχει τη μεγάλη αγωνία του πώς να συνεχίσει την προσωπική χαλάρωση απέναντι σε μια Bundesbank η οποία είναι ιδιαίτερα και εχθρική. Γι’ αυτό η οποιαδήποτε συζήτηση κουρέματος αυτών των ομολόγων μας των 27 δις, αποτελεί κόκκινο πανί και πάρα πολύ σωστά για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υπάρχουν όμως τρόποι.
Μπορεί να διαμεσολαβήσει ο ESM, μπορεί για παράδειγμα η ελληνική κυβέρνηση να συμφωνηθεί ότι θα εκδώσει ένα ομόλογο μακράς διάρκειας το οποίο θα το ανταλλάξει, θα το καταθέσει στον ESM, o ESM το ποσό αυτό των 27 δις θα το μεταφέρει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διαγράψει αυτό το χρέος, θα σκιστούν αυτά τα ομόλογα και έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο θα έχει πάει στο μέλλον η αποπληρωμή τους από το Ελληνικό Δημόσιο, έτσι ώστε μάλιστα να ενταχθεί και η Ελλάδα στο σύστημα, στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης, στον οποίο δε συμμετέχουμε όχι μόνο επειδή δεν έχει κλείσει η διαπραγμάτευση, αλλά βασικά λόγω αυτών των ομολόγων.
Γιατί όσο υπάρχουν αυτά τα ομόλογα, δεν πληρούμε τους κανόνες συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, γιατί ο κανόνας έχει γραφτεί κάπως φωτογραφικά για μας, ότι μια χώρα της οποίας πάνω από το 33% των υφιστάμενων ομολόγων διακρατώνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δε συμμετέχει στην ποσοτική χαλάρωση. Οπότε αμέσως κερδίζεις δυο πράγματα: Πρώτον, δε χρειάζεται να κάνεις αποπληρωμές για το επόμενο διάστημα και τώρα συμμετέχεις σε ποσοτική χαλάρωση, που σου δίνει τη δυνατότητα να βγεις στις αγορές πολύ πιο γρήγορα.
Υπάρχουν και κάποια άλλα swaps, έξυπνα swaps που μπορούν να γίνουν, έτσι ώστε οι αποπληρωμές του δανείου του EFSF στις αρχές της δεκαετίας του ’20, ’22, ’23, ’24, να εξομαλυνθούν, να σπρωχθούν προς το τέλος.
Θα συνεχίσω με δυο τρία πράγματα και θα κλείσω: Στο ΦΠΑ, απαιτείται ένας εξορθολογισμός του συστήματος. Μπορούμε να το συζητήσουμε μετά τι σημαίνει αυτό. Παρακαλώ τους δημοσιογράφους να μη δημοσιεύσουν άρθρα περί εξαγγελίας του Υπουργού Οικονομικών ότι αλλάζει ο ΦΠΑ αύριο, καμία αλλαγή δε θα γίνει ως το τέλος του καλοκαιριού, έχουμε δεσμευτεί γι’ αυτό και οι αλλαγές οι οποίες θα γίνουν θα είναι αντιυφεσιακές. Και μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό.
Αλλά ένας εξορθολογισμός, ν’ αυξήσει την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ και να μειώσει τις υφεσιακές επιπτώσεις που έχει ο σημερινός ΦΠΑ στην αγορά. Είναι και θέμα διοίκησης φορολογικής ξέρετε. Οι θεσμοί μας πιέζουν, όπως πίεζαν και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, για περισσότερη αυτονομία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Σ’ αυτό διαφωνώ και θα σας πω γιατί διαφωνώ: Δεν είναι σωστό να υπάρχει μια Γενική Γραμματεία στο Υπουργείο, η οποία να είναι όλο και περισσότερο αυτόνομη και ο Υπουργός να εισπράττει το πολιτικό κόστος των πεπραγμένων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων αλλά να μην έχει έλεγχο.
Η ιδέα της πολιτικής ευθύνης χωρίς έλεγχο νομίζω ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η πρότασή μας είναι για πλήρη αυτονόμηση, για πλήρως αυτοδιοίκητη, αυτόνομη, ανεξάρτητη.
Οπωσδήποτε καλούμαστε να κάνουμε κάτι για τη διευκόλυνση της νεανικής επιχειρηματικότητας με κάποια honey moon periods όσον αφορά τη συνεισφορά στα Ασφαλιστικά Ταμεία των συνεταιριστικών start ups. Και βέβαια όλο αυτό το πακέτο το οποίο περιέγραψα, πρέπει να συμπληρωθεί μ’ ένα διαχρονικό πρόγραμμα καταπολέμησης της φτώχιας, που είναι ένα από τα πιο εγκληματικά αποτελέσματα της κρίσης των τελευταίων 5 ετών .
Φανταστείτε κυρίες και κύριοι, τη στιγμή που ένα τέτοιο πακέτο όπως το περιέγραψα, ανακοινώνεται σε μια μεγάλη press conference με τον κ. Γιουνκέρ, τον κ. Ντράγκι, την κα Λαγκάρντ, την κα Μέρκελ, με τον κ. Τσίπρα, με τον κ. Ολάντ, με όλους τους αρχηγούς κρατών. Σας διαβεβαιώ ότι το Comeback θα ήταν προ των θυρών.
Σας ευχαριστώ πολύ.