Sunday, February 28, 2016

Ο αποτελεσματικός έλεγχος των δαπανών του Δημοσίου, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αναβάθμιση της κρατικής μηχανής, και ιδιαίτερα, του εισπρακτικού μηχανισμού αποτελούν τη μόνη αναπτυξιακή πολιτική στον τομέα των δημοσίων οικονομικών...ALPHA BANK

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων - Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών  ALPHA BANK       26/02/2016

Ελληνική Οικονομία
Η μακροχρόνια και βαθιά οικονομική ύφεση που έπληξε την Ελλάδα στην περίοδο 2009 – 2013 και η αναζωπύρωσή της το 2015 είχαν σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα.

 Οι κύριες συνέπειες ήσαν οι εξής: Πρώτον, η διακοπή είτε η αναστολή λειτουργίας ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων που επλήγησαν από την υψηλή φορολόγηση και την ισχνή εγχώρια ζήτηση.

Δεύτερον, η αδυναμία πολλών επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους με βάση τη κερδοφορία τους γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε ουσιαστική μεταβολή του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας.

Τρίτον, η μετεγκατάσταση είτε η αλλαγή έδρας ενός επίσης μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, οι οποίες αναζήτησαν ευνοϊκότερο φορολογικό περιβάλλον και επιχειρηματικές ευκαιρίες σε χώρες κυρίως των Βαλκανίων, ώστε να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους.

Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, ο φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε από 20% το 2012 σε 29% το 2015.

Ανέρχεται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των γειτονικών βαλκανικών χωρών, καθώς και των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν υπό καθεστώς μνημονιακής επιτηρήσεως. Οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές των γεωγραφικά γειτονικών χωρών οδήγησαν στη μετανάστευση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων.

 Στην ίδια περίοδο, άλλες χώρες που είχαν επίσης συνάψει συμβάσεις μνημονίων αλλά επέλεξαν να επιτύχουν τη δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη των επιχειρήσεων, όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος, ή μείωσαν τους υψηλούς φορολογικούς τους συντελεστές, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις στη συλλογή των φορολογικών τους εσόδων (Γράφημα 2).


Τούτο επιβεβαιώνει την άποψη ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων δεν δύναται να προέλθει μέσω αυξήσεως του απολύτου ύψους των φορολογικών συντελεστών. Αντίθετα, οι βασικοί παράγοντες που φαίνεται να προσδιορίζουν το ύψος των φορολογικών εσόδων επηρεάζονται δυσμενώς από το επίπεδο των φορολογικών συντελεστών.

Συγκεκριμένα, Πρώτον, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές οδηγούν σε συστολή της φορολογικής βάσεως αφού ενισχύουν τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και φορααποφυγή δημιουργώντας παράλληλα σημαντικές στρεβλώσεις στην οικονομία.

Δεύτερον, η κερδοφορία των επιχειρήσεων και τα κίνητρα για ανάληψη επιχειρηματικής δράσεως συνδέονται αντιστρόφως ανάλογα προς το ύψος των φορολογικών συντελεστών με αρνητικές επιπτώσεις επί του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος και της απασχολήσεως.

Στην περίπτωση της Ελλάδος ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φοροελεγκτικού μηχανισμού.

Η μείωση της τεράστιας ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων, στην Ελλάδα απαιτεί την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, καθώς και την ανάπτυξη μιας νέας και καινοτόμου επιχειρηματικότητας.

 Οι ανωτέρω στόχοι είναι αδύνατο να επιτευχθούν δίχως την υιοθέτηση ενός φιλικού, σταθερού και απλού φορολογικού συστήματος για την ανάπτυξη επενδυτικών σχεδίων. Η εξάλειψη των δημοσιονομικών ανισορροπιών δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διαρκούς αυξήσεως των φορολογικών βαρών στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον που δραστηριοποιούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις.

 Ο αποτελεσματικός έλεγχος των δαπανών του Δημοσίου, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αναβάθμιση της κρατικής μηχανής, και ιδιαίτερα, του εισπρακτικού μηχανισμού αποτελούν τη μόνη αναπτυξιακή πολιτική στον τομέα των δημοσίων οικονομικών.



πηγή   https://www.alpha.gr/