Thursday, March 24, 2016

Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες, σε συνδυασμό με την αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες οδήγησαν σε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση, καθώς και οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, οδήγησαν σε αύξηση της αβεβαιότητας....ΤτΕ

23/03/2016 -                                    Δελτίο  Τύπου

Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην Εθνική Τράπεζα της Κροατίας στο Ζάγκρεμπ με θέμα: «Χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οι παρεμβάσεις πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην Ευρώπη»              Ομιλητής: Γιάννης Στουρνάρας

Χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οι παρεμβάσεις πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην Ευρώπη: πού βρισκόμαστε και ποιες είναι οι μελλοντικές προκλήσεις


Διαβάστε ΕΔΩ το πλήρες Δελτίο Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 

Επιτρέψτε μου, πριν ξεκινήσω, να αφιερώσω τη σημερινή μου ομιλία στη μνήμη της Βασιλικής Ζάκκα, που υπήρξε εξαίρετη συνάδελφος στην Τράπεζα της Ελλάδος και αγαπητή φίλη. Πριν φύγει ξαφνικά από κοντά μας εδώ και λίγες εβδομάδες, η Βάσω είχε συμβάλει στη συγγραφή της παρούσας ομιλίας. Θα μας λείψει πολύ. 

Κυρίες και κύριοι, 

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα στο Ζάγκρεμπ και έχω την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρώπη και ιδίως τους τρόπους βελτίωσής της. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη των κοινών μας στόχων για ευημερία και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Όμως, το χρηματοπιστωτικό τοπίο στο οποίο λειτουργούν τόσο οι εποπτικές αρχές όσο και οι συμμετέχοντες στην αγορά αλλάζει ραγδαία. Σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν από μόλις μία δεκαετία και θα είναι ακόμα πιο διαφορετικό μετά από μία δεκαετία. 

Θα ξεκινήσω περιγράφοντας το σημερινό τοπίο στο οποίο πραγματοποιείται η προσπάθεια ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Στη συνέχεια, θα αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένες εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη σταθερότητά του. Συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι το πλαίσιο αυτό προβλέπει ένα νέο ρόλο για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς η αποστολή τους έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τέλος, θα περιγράψω τις μελλοντικές προκλήσεις και θα διατυπώσω μερικές σκέψεις για την αντιμετώπισή τους αλλά και την ενδεδειγμένη πορεία. 


Α. Το περιβάλλον – το ευρύτερο πλαίσιο 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, και μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει αντιμετωπίσει σειρά προκλήσεων, που σε ορισμένες περιπτώσεις δοκίμασαν τόσο τη συνοχή όσο και τη σταθερότητά της. Οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων έδειξαν ότι η ΕΕ είναι κτισμένη σε γερά θεμέλια, καθώς οι δεσμοί μεταξύ των κρατών-μελών διαχρονικά ενισχύονται. Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οδήγησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ενώ η διάλυση του ΕΝΣ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε στη δημιουργία του ευρώ το 1999. 

Οι εξελίξεις μετά την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-08 είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ των μελών της ΕΕ. Η κρίση ανέδειξε το πρόβλημα των πιστωτικών ιδρυμάτων που λόγω μεγέθους ή και πολυπλοκότητας έχουν συστημική σημασία (“too big to fail”, “too big to save”, “too complex to resolve”). Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία του Τραπεζικού Συστήματος, μετά τη συμφωνία των G20 το 2008, ανέλαβε να διαμορφώσει ενισχυμένα διεθνή πρότυπα εποπτείας των τραπεζών. Στην επικαιροποιημένη έκθεσή της, την οποία υπέβαλε στους ηγέτες των G20 το Νοέμβριο του 2015, η Επιτροπή της Βασιλείας σημειώνει ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος για την οριστικοποίηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται μετά την κρίση και ότι οι προβλεπόμενες κανονιστικές μεταρρυθμίσεις για τις παγκοσμίως συστημικές τράπεζες έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί. Η περαιτέρω αποσαφήνιση αυτών των στοιχείων θα προσδώσει σταθερότητα στο κανονιστικό πλαίσιο, ενισχύοντας την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να εκπονεί μακροπρόθεσμα και βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια. 

Η χρηματοπιστωτική κρίση στη ζώνη του ευρώ, η οποία άρχισε το 2009-10, αποτέλεσε άλλη μία – ίσως σοβαρότερη – πρόκληση για τη σταθερότητα της ΕΕ. Πιο πρόσφατα, και ενώ η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ είναι ακόμα εύθραυστη, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες, σε συνδυασμό με την αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες οδήγησαν σε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση, καθώς και οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, οδήγησαν σε αύξηση της αβεβαιότητας. Τέλος, οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών-μελών σχετικά με την τραπεζική ένωση και η βραδεία πρόοδος προς τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων εμποδίζουν την περαιτέρω πρόοδο προς μια αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος απαραίτητη για την ενίσχυση της σταθερότητας. 

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό από την έναρξη της κρίσης στη ζώνη του ευρώ είναι ότι η χρηματιστηριακή αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών υπολείπεται της λογιστικής, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. Αυτή η κατάσταση δεν εξηγείται από τη συγκριτική εικόνα των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ έχουν αυξηθεί από περίπου 8% το 2008 σε περίπου 14% σήμερα (Cœuré, 2016). Αντίθετα, αποτελεί ένδειξη ότι ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι τράπεζες καλούνται να προσαρμόσουν συνολικά και ριζικά το επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας τους σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές τους εργασίες. 

Τους δύο πρώτους μήνες του 2016 παρατηρήθηκε σημαντική επιδείνωση του κλίματος της αγοράς, η οποία σχετιζόταν όχι μόνο με την εξασθένηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και με άλλες ανησυχίες: 


Πρώτον, η απειλή χαμηλού ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, ο οποίος οδηγεί όχι μόνο σε υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και σε χαμηλότερες και πιο οριζόντιες καμπύλες αποδόσεων με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις για την κερδοφορία των τραπεζών. 
Δεύτερον, προβληματισμοί σχετικά με την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, καθώς ορισμένοι αναλυτές της αγοράς εκτιμούν ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν ίσως εξαντλήσει τα όπλα που διαθέτουν. Σας διαβεβαιώνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως άλλωστε σαφώς επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πριν από δύο εβδομάδες. 
 
Τρίτον, η αβεβαιότητα σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο, ιδίως αναφορικά με τη δέσμη των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας καθώς και των απαιτήσεων σε σχέση με το εργαλείο της εξυγίανσης με ίδια μέσα (bail-in) – στη δέσμη αυτή περιλαμβάνονται η Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP), η Ελάχιστη Απαίτηση για Ίδια Κεφάλαια και Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (MREL), η Συνολική Ικανότητα Απορρόφησης Ζημιών (TLAC) και η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) σχετικά με το ελάχιστο διανεμητέο ποσό (MDA). Ειδικότερα υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με την επίδραση που θα έχουν στην πράξη τα νέα εργαλεία που εισήγαγε η Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD). 
 
Τέταρτον, ο φαύλος κύκλος μεταξύ αγορών μετοχών και αγορών ομολόγων, ο οποίος εντείνεται από τη χαμηλή ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. 

Β. Η αντίδραση της ΕΕ 

Μπροστά σε αυτές τις αδυναμίες που απειλούσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αντίδραση της ΕΕ υπήρξε αποτελεσματική παρά την αρχική έλλειψη μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων και το δυσμενές και γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον – ένα περιβάλλον με πολλές εστίες κρίσης και πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Η αρχική αντίδραση ήλθε μέσω της νομισματικής πολιτικής, με τη σημαντική χαλάρωση της κατεύθυνσής της. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2008 έξι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η ΕΚΤ, πραγματοποίησαν ταυτόχρονη και συντονισμένη μείωση των επιτοκίων. Επιπλέον, την ίδια περίοδο οι χώρες της ζώνης του ευρώ κατάρτισαν σχέδιο δράσης με συντονισμένα μέτρα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης στην οικονομία. Τα εν λόγω μέτρα περιλάμβαναν τόσο τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για την έκδοση τραπεζικών ομολόγων όσο και την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη ζώνη του ευρώ το 2010, αλλά και στη συνέχεια όταν ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής παρουσίαζε δυσλειτουργίες, η ΕΚΤ προσέφευγε ολοένα περισσότερο σε μη συμβατικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2010 σε ευρωπαϊκό επίπεδο ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με σκοπό την παροχή οικονομικής στήριξης σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, το οποίο αντικαταστάθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) τον Οκτώβριο του 2012. 

Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση – και έκπληξη – με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωπες οι χώρες λόγω της κρίσης στη ζώνη του ευρώ αφορούσε τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση και τις τράπεζες. Όταν εισήχθη το ευρώ, αναμενόταν ευρέως ότι το ενιαίο νόμισμα θα έθετε σε κίνηση τη διαδικασία ενοποίησης των μέχρι τότε κατακερματισμένων χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρώπης. Οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι η ενοποίηση αυτή θα λειτουργούσε σταθεροποιητικά. Αναμενόταν ότι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων και η πρόσβαση στις αγορές πιστώσεων θα ενθάρρυναν τον επιμερισμό των κινδύνων και παράλληλα θα μείωναν την εξάρτηση της εθνικής ζήτησης από το εθνικό εισόδημα – με άλλα λόγια, αναμενόταν ότι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων θα ενθάρρυνε τη διαχρονική εξομάλυνση της κατανάλωσης. Και όντως, στα πρώτα δέκα χρόνια του ευρώ οι προσδοκίες αυτές ως επί το πλείστον επαληθεύθηκαν. 

Η συνέχεια υπήρξε απροσδόκητη. Η κρίση στη ζώνη του ευρώ απέδειξε ότι οι χώρες που συμμετέχουν σε μια νομισματική ένωση μπορούν να βρεθούν αντιμέτωπες με κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών τους – ένα ενδεχόμενο που είχαν παραβλέψει σχεδόν τελείως οι αρχιτέκτονες του ευρώ. Επιπλέον, όταν άρχισε η κρίση – με αφετηρία είτε τον τομέα του Δημοσίου είτε τον τραπεζικό τομέα – κεντρικό χαρακτηριστικό της ήταν ο φαύλος κύκλος μεταξύ των προβλημάτων των τραπεζών και ευπαθειών του δημόσιου τομέα. Ένας παράγοντας που συνέβαλε σ’ αυτό το φαύλο κύκλο ήταν ο εξής. Αν και το μέγεθος των πιο μεγάλων τραπεζών της ζώνης του ευρώ και των ΗΠΑ είναι περίπου το ίδιο ως ποσοστό του αντίστοιχου ΑΕΠ τους, οι πιο μεγάλες τράπεζες της ζώνης του ευρώ αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε οποιαδήποτε δεδομένη εθνική οικονομία της ζώνης του ευρώ σε σύγκριση με τις αμερικανικές τράπεζες. Αυτό συνεπάγεται ότι σε περίπτωση πτώχευσης τραπεζών στη ζώνη του ευρώ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις θα ήταν τόσο μεγάλες που θα έθεταν εν αμφιβόλω τη φερεγγυότητα του Δημοσίου της αντίστοιχης χώρας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η κανονιστική ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών πριν από την κρίση αποτελούσε ως επί το πλείστον εθνική αρμοδιότητα θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην κρίση και ότι εμπόδισε την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Ως εκ τούτου, βασικό δίδαγμα της κρίσης ήταν ότι η νομισματική ένωση δεν είναι βιώσιμη χωρίς την τραπεζική ένωση. 

Αντιδρώντας σ’ αυτές τις εξελίξεις, το 2012 οι Ευρωπαίοι ηγέτες έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία για τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης – η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας γνήσιας Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Ένωσης στην Ευρώπη. Οι τρεις πυλώνες της Τραπεζικής Ένωσης είναι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης και ένα κοινό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. 

Από 1ης Ιανουαρίου 2016 τέθηκε σε πλήρη ισχύ η Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD), η οποία θεσπίζει κοινούς κανόνες σε επίπεδο ΕΕ για τις τράπεζες που πτωχεύουν. Η Οδηγία αυτή στοχεύει, μεταξύ άλλων, να θέσει τέλος στην πολιτική διάσωσης τραπεζών με δημόσιους πόρους καθιερώνοντας εργαλεία εξυγίανσης με ίδια μέσα, που διασφαλίζουν ότι τις ζημιές θα επωμίζονται οι δανειστές των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Η Οδηγία έχει δεχθεί επικρίσεις – εν μέρει ίσως δικαιολογημένα. Όμως, είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός που ενίοτε προβάλλεται ότι η ενεργοποίηση της Οδηγίας ήταν κύρια αιτία της πρόσφατης επιδείνωσης του κλίματος στην αγορά και της μεγάλης πτώσης των τιμών των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών. Οι διατάξεις της Οδηγίας ήταν ευρέως γνωστές ήδη από το 2014. Αυτό που ίσως αδυνατούν να κατανοήσουν οι αναλυτές είναι ότι οι νέοι αυστηρότεροι κανόνες που εισάγει η Οδηγία θα επηρεάζουν τη μεταβλητότητα των τιμών των τραπεζικών μετοχών κάθε φορά που θα δημιουργούνται ανησυχίες σχετικά με την κερδοφορία, τη φερεγγυότητα και, πάνω απ’ όλα, τη βιωσιμότητα των τραπεζών. 

Επιπροσθέτως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η Οδηγία αυτή αποτελεί ένα νέο πλαίσιο για τις τράπεζες που πτωχεύουν το οποίο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα και δεν είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για την αντιμετώπιση μιας συστημικής κρίσης. Καθώς προβλέπεται η αναθεώρησή της μέχρι τον Ιούνιο του 2018, οφείλουμε να παρακολουθήσουμε προσεκτικά την εφαρμογή της και να εντοπίσουμε πιθανούς τομείς όπου θα χρειαστούν προσαρμογές και τροποποιήσεις. 

Παρόλο που χρειαζόμαστε εργαλεία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων τραπεζών που πτωχεύουν, κύριος σκοπός μας ως εποπτικών αρχών είναι η πρόληψη της πτώχευσης τραπεζών, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η προστασία των καταθετών. Όπως επισήμανε πρόσφατα ο John Vickers (2016), “Η συντεταγμένη πτώχευση μιας τράπεζας είναι καλύτερη από την άτακτη, αλλά ακόμα καλύτερο είναι να μην υπάρξει καθόλου πτώχευση… Οι εποπτικές αρχές… παρέχουν μια χρήσιμη πρόσθετη συμβολή στα διαθέσιμα «πυροσβεστικά» μέσα. Όσο περισσότερα είναι αυτά τα πυροσβεστικά μέσα, τόσο μικρότερη θα είναι κατά μέσο όρο η ζημία από τη φωτιά. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να είμαστε φειδωλοί στην «αντιπυρική προστασία»”. 



πηγή  http://www.bankofgreece.gr/