Sunday, April 3, 2016

Με απλά λόγια, οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω φόρους για ένα διάφανο, σταθερό, λογικό και με ομοιογενή εφαρμογή θεσμικό πλαίσιο που υποστηρίζει τον έντιμο ανταγωνισμό – κάτι που όμως δεν υπάρχει στην Ελλάδα....ΣΕΒ

Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία ...ΣΕΒ

Διαβάστε ΕΔΩ το πλήρες Δελτίο Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία

Η φημολογούμενη αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων υπονομεύει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων




Η Ελλάδα, που είναι πλέον φοροπρωταθλητής, μεταξύ άλλων, σε ότι αφορά την παραγωγική μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, στη φορολόγηση επιχειρηματικών εισροών όπως η ενέργεια για την παραγωγή (Δελτίο 19/10/2015, 4/6/2015) και τις τηλεπικοινωνίες (Δελτίο 10/12/2015) αποτελεί μια χώρα θεσμικής μετριότητας, όπως δείχνουν πολλές διεθνείς έρευνες.

Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, στο σύνολο του είναι πολύπλοκο, παράλογο, ασταθές και με ανομοιογενή εφαρμογή. Αυτό ισχύει και για τους φορολογικούς συντελεστές καθώς και τις λεπτομέρειες των φορολογικών νόμων και των διαδικασιών εφαρμογής τους. Σχετικές μελέτες του ΟΟΣΑ έχουν αναδείξει ότι για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι πιο σημαντική η ποιότητα του θεσμικού πλαισίου και του τρόπου εφαρμογής τους, παρά οι φορολογικοί συντελεστές – αν και εντοπίζεται μια ελαφρώς αρνητική σχέση ανάμεσα στη φορολόγηση των κερδών και μερισμάτων με το ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ, Διάγραμμα 12). 

Με απλά λόγια, οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω φόρους για ένα διάφανο, σταθερό, λογικό και με ομοιογενή εφαρμογή θεσμικό πλαίσιο που υποστηρίζει τον έντιμο ανταγωνισμό – κάτι που όμως δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Οι φορολογικοί συντελεστές, μέσα σε λογικά πλαίσια, στα επιχειρηματικά κέρδη δεν ήταν, συνεπώς, ποτέ ο κύριος λόγος για τον οποίο το διεθνές κεφάλαιο παραδοσιακά αποφεύγει να επενδύσει άμεσα στη χώρα (Διάγραμμα 13), παρόλο που όσοι επενδύουν στη χώρα σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζουν τιςσημαντικές αρετές της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης (ενδεικτικά αναφέρεται η πρόσφατη συνέντευξη του Prem Watsa).


Η σύμπραξη εγχωρίου και ξένου κεφαλαίου απαιτείται για να συνδυαστεί η τεχνογνωσία και, φυσικά, η ρευστότητα που θα φέρει το ξένο κεφάλαιο, με τη γνώση της εγχώριας αγοράς και την αξιοποίηση του επιχειρηματικού και εργασιακού ταλέντου της χώρας. Οι ξένοι που επενδύουν στην Ελλάδα επιζητούν τις συμπράξεις με Έλληνες αλλά εύλογα επιθυμούν και οι Έλληνες συνέταιροι να συνεισφέρουν κεφάλαιο στις κοινές επενδύσεις. Πως, όμως, είναι δυνατόν να γίνει αυτό όταν τυχόν αύξηση του φόρου στα μερίσματα θα τιμωρεί τη διακράτηση μετοχικού κεφαλαίου μόνο για τον Έλληνα, ενώ ο ξένος κατά κανόνα υπόκειται σε πιο ευνοϊκή φορολόγηση στη χώρα του; Ιδίως όταν το εγχώριο κεφάλαιο έχει ήδη πληγεί με πολλούς τρόπους, όπως η απαξίωση των μετοχών, ακινήτων, περιουσίας σε ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου λόγω του PSI, η αποδυνάμωση των ελληνικών επιχειρήσεων μετά από 7 χρόνια βαθειάς ύφεσης, απαγορευτικών όρων πρόσβασης σε χρηματοδότησης και μιας διαχρονικής φοροκαταιγίδας.

Σήμερα η συνολική επιβάρυνση, βάσει των βασικών συντελεστών που ισχύουν στην Ελλάδα, ως φόρος στα επιχειρηματικά κέρδη και στη διανομή μερισμάτων σε φυσικά πρόσωπα, δεν είναι από τις υψηλότερες στον ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 14), χωρίς όμως να είναι και χαμηλή μετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών. Όμως οι χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ που έχουν υψηλότερους φόρους προσφέρουν καταρχήν σημαντικά πιο ανταγωνιστικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Επιπλέον, προσφέρουν πολιτικές που δεν επιβαρύνουν την επιχειρηματικότητα με παρατεταμένη και υψηλότατη αβεβαιότητα. Επίσης, οι άλλες χώρες προσφέρουν πολλές απαλλαγές, με αποτέλεσμα η φορολόγηση στην πράξη να είναι συχνά χαμηλότερη. 


Αντίθετα στην Ελλάδα προκρίνεται εκ νέου αντί του φορολογικού πιστοποιητικού, που εξασφαλίζει για το κράτος άμεσα έσοδα, η διαδικασία του καθυστερημένου φορολογικού ελέγχου, ο οποίος επιβαρύνει τον επιπλέον φόρο της χρήσης κατά 1,5% το μήνα έως το χρόνο καταλογισμού, δηλαδή ο επιπλέον φόρος αυξάνει εκ των υστέρων απρόβλεπτα. Το αποτέλεσμα είναι η «φορολόγηση των κερδών στην πράξη» από πρόσφατη μελέτη που βασίζεται σε στοιχεία της PwC να είναι στην Ελλάδα η υψηλότερη ανάμεσα σε 56 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες (Δελτίο 4/2/16, Διάγραμμα 15). Τόσο οι φόροι όσο και η θεσμική και πολιτική αβεβαιότητα αποτελούν κόστος για τις επιχειρήσεις, με τη διαφορά ότι οι φόροι εισπράττονται από το κράτος και πληρώνουν μισθούς και συντάξεις. Αντίθετα, η αβεβαιότητα πλήττει την οικονομική δραστηριότητα και, βεβαίως, τα φορολογικά έσοδα.

Η συζήτηση για την αύξηση του φόρου στα διανεμόμενα κέρδη κατά 50% συνεπώς δεν αφορά μόνο τη διαπίστωση ότι θα πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στους παγκόσμιους πρωταθλητές, τώρα πλέον και στους ονομαστικούς συντελεστές αυτού του φόρου. Το πραγματικό πλήγμα στις επενδύσεις θα προέλθει από την επιβεβαίωση της αστάθειας και κυκλοθυμικότητας του φορολογικού πλαισίου και θα επιφέρει πλήγματα στη δυναμική εξέλιξη της φορολογητέας ύλης πολλαπλάσια του όποιου βραχύβιου σχετικά μικρού φορολογικού οφέλους. Για τους ξένους επενδυτές η αύξηση του φόρου υπενθυμίζει τον κίνδυνο να εγκλωβιστούν σε μια θεσμικά και φορολογικά απρόβλεπτη χώρα και στο σύνολο του υπονομεύει τις πλέον επωφελείς για τη χώρα επί ίσοις όροις συμπράξεις ξένων και Ελλήνων επενδυτών.


Είναι καιρός να αξιολογούνται και οι δυναμικές επιπτώσεις των φοροεπιδρομών. Ενδεικτικά, με την υιοθέτηση του φόρου 10% στα μερίσματα το 2010 είχαν προϋπολογιστεί έσοδα €640 εκατ. Τελικά η απόδοση του φόρου για τη χρονιά αυτή (στοιχεία του Προϋπολογισμού 2013 δηλαδή για τις πραγματοποιήσεις 2010) ήταν … €312 εκατ., ενώ για το 2016 προϋπολογίζονται €165 εκατ. (!). Αυτή η εικόνα υψηλών προσδοκόμενων φοροεσόδων που διαψεύδονται στη συνέχεια δεν είναι μοναδική, καθώς τα σχετικά παραδείγματα στη χώρα μας αφθονούν (Δελτίο 10/12/2015). 


Με αφορμή τις πληροφορίες για την εκ νέου αύξηση του (ήδη υπερβολικού σε ύψος και με τη σειρά του φορολογούμενου με ΦΠΑ) ειδικού τέλους στην κινητή τηλεφωνία μας, καλό είναι να θυμηθούμε από το 2014 τα έσοδα από το ειδικό αυτό τέλος πλέον κινούνται κάτω του επιπέδου που είχαν πριν τη μεγάλη αύξηση του Αυγούστου 2010 (Διάγραμμα 16). Η ζημιά του κράτους φυσικά δε μετριέται μόνο με τη συρρίκνωση, υπό το βάρος της υπερφορολόγησης, του εσόδου αυτού, αλλά και με τη συρρίκνωση της φορολογητέας ύλης λόγω απώλειας θέσεων εργασίας, επενδύσεων και κερδών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι τα έσοδα του κράτους θα αυξανόντουσαν από μια μείωση (!) του ειδικού αυτού τέλος.


πηγή  http://www.sev.org.gr/