Δελτίο Τύπου 15/06/2016 - Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016
Υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης
Η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, µε την οποία αναγνωρίζεται η επίτευξη συµφωνίας σε επίπεδο τεχνικών κλιµακίων και τίθενται στέρεες βάσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, είναι ένα σηµαντικό βήµα στην πορεία εφαρµογής του τρέχοντος προγράµµατος. Η απόφαση αυτή έχει άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
• Την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
• Την αναµενόµενη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
• Τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
• Τη βάσιµη προοπτική ότι οι αποδόσεις των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά θα αποκλιµακωθούν µε γοργό ρυθµό, όπως έχει αρχίσει να συµβαίνει.
Τα παραπάνω αναµένεται να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελλη- νικής οικονοµίας.
Γενικά, η θετική αξιολόγηση κρίνεται ότι θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη και θα άρει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις. Τώρα πλέον επείγει ο προσανατολισµός της οικονοµικής πολιτικής προς τις µεταρρυθµίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα αντισταθµίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας. Και αυτό διότι, αν δεν επιτύχουµε σύντοµα θετικούς και αυξανόµενους ρυθµούς µεταβολής του ΑΕΠ, θα δυσχερανθεί σηµαντικά η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί και θα αποδυναµωθούν οι θετικές επιδράσεις.
Διστακτικές οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνοδεύεται και από τη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους. Η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ από το χρονοδιάγραμμα δράσεων που ανακοινώθηκε δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική και εμπροσθοβαρής ρύθμιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Συνεπώς, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται σήμερα στο πλαίσιο της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος. Οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι εφικτή ακόμη και με μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους. Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα. Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσιάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο τελικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί (α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και (β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
πηγή http://www.bankofgreece.gr/