Απόσπασμα από το Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία .. από τον ΣΕΒ
Τι περιμένουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να ακούσουν από την πολιτική ηγεσία στην Έκθεση Θεσσαλονίκης
Διανύουμε ουσιαστικά τον 9ο χρόνο ύφεσης και ενώ η οικονομία έχει εν πολλοίς ισορροπήσει (έχουν εξαλειφθεί οι μακροοικονομικές ανισορροπίες), δε φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, να έχει εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επιβίωσης, καθώς η υπερφορολόγηση σκοτώνει την οικονομική δραστηριότητα και τροφοδοτεί τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία, μεταφέροντας επιχειρηματικές δραστηριότητες, και αναζητώντας, εργασία στο εξωτερικό.
Τα νοικοκυριά πλήττονται παντοιοτρόπως. Οι ευκαιρίες απασχόλησης σπανίζουν. H δυνατότητα αποταμίευσης είναι σχεδόν αδύνατη. Το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για τη κατανάλωση που εν μέρει χρηματοδοτείται από τα «έτοιμα» (μείωση καταθέσεων, ρευστοποίηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, κ.ο.κ.). Η στρεβλή φορολογία ακινήτων εξοντώνει τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα μέσω του συμπληρωματικού φόρου, οδηγώντας σε περαιτέρω απομείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας, σε αποποίηση κληρονομιών λόγω του φορολογικού βάρους, κ.ο.κ.. Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος συνεχίζουν να αυξάνουν καθώς μειώνεται διαρκώς η φοροδοτική ικανότητα σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της συνεχούς αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Η απόκτηση ενός αυτοκινήτου και πολύ περισσότερο ενός σπιτιού με τραπεζικό δανεισμό απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων γίνεται όλο και πιο προβληματική με άμεσο κίνδυνο πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά να απωλέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι προσωπικές και μικρές επιχειρήσεις έχουν μηδενική σχεδόν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα για να στηρίξουν κάποιο επαγγελματικό τους όνειρο. Τέλος, και χωρίς αυτό να είναι ήσσονος σημασίας, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, όλο και περισσότερο, ζουν με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς οι συντάξεις συνεχώς περικόπτονται.
Οι επιχειρήσεις, ομοίως, λειτουργούν σε ένα δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον που κάνει σχεδόν αδύνατη την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εμποδίζει τις επιχειρήσεις να κάνουν προσλήψεις και να δώσουν αυξήσεις στους ικανότερους του προσωπικού τους καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του εργατικού κόστους καταλήγει στα χέρια του κράτους ως φορολογία εισοδήματος και μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, υπέρογκες επιβαρύνσεις κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το ενεργειακό κόστος, το κόστος δανεισμού, το μεταφορικό κόστος, το κόστος συμμόρφωσης με απαρχαιωμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, το κόστος εκκίνησης μιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω περιορισμών στον ανταγωνισμό για τη προστασία εκμετάλλευσης χαμηλής παραγωγικότητας, το κόστος απονομής δικαιοσύνης που δημιουργεί ανασφάλεια συναλλαγών, είναι όλα παραδείγματα ενός παράλογου συστήματος που υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μόνιμα ανταγωνιστικό μειονέκτημα και εξηγεί, εν μέρει, την παραγωγική καχεξία της χώρας μας. Η επιβολή του φόρου ακίνητης περιουσίας, περιλαμβανομένου του συμπληρωματικού φόρου σε όλα τα ακίνητα, χωρίς πρόβλεψη για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα για παραγωγικούς σκοπούς, έχει αυξήσει κατακόρυφα τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, και ιδίως αυτών που έχουν μεγάλα πάγια, όπως των ξενοδοχείων και των εταιρειών της εφοδιαστικής αλυσίδας, δύο κατ’ εξοχήν δυναμικών κλάδων στο επίκεντρο του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, πολλές πλέον ελληνικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν σήμερα να αποκοπούν πλήρως από την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, με τον πέλεκυ της πτώχευσης ή της αναδιάρθρωσης να επικρέμεται βαρύς επάνω στην εγχώρια επιχειρηματικότητα, και τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν να χαθούν, διογκώνοντας περαιτέρω την ήδη υψηλή ανεργία.
Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει ως αποτέλεσμα μιας αναγκαίας δημοσιονομικής διαδικασίας προσαρμογής βάσει των Μνημονίων. Διαδοχικές κυβερνήσεις έδωσαν βάρος στην αύξηση των φόρων στην ιδιωτική οικονομία ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος χωρίς να γίνουν οι κατάλληλα στοχευμένες και πλέον οικονομικά αποτελεσματικές περικοπές δημοσίων δαπανών. Προστατεύθηκαν έτσι κατά το δυνατόν, οι εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα και οι συντάξεις του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την τεράστια ύφεση στην ιδιωτική οικονομία και την συνεπαγόμενη απώλεια φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών που επιδείνωσαν μία ήδη κακή οικονομική κατάσταση. Σήμερα, η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να σηκώσει το βάρος της ανάκαμψης της οικονομίας, των εισοδημάτων και της απασχόλησης, τίθεται σε αμφιβολία λόγω της υπερφορολόγησης. Το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης, όχι μόνο είναι ήδη αβάσταχτο για τους συνεπείς φορολογουμένους και τις οργανωμένες επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανόν να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Αυτό θα συμβεί καθώς απαιτείται περαιτέρω προσαρμογή στις συντάξεις που το πολιτικό σύστημα αρνείται να χρηματοδοτήσει με περικοπές λειτουργικών δαπανών και αύξηση της παραγωγικότητας του δημοσίου τομέα, προσδοκώντας μία ανάπτυξη που δεν έρχεται από μόνη της. Παρά τις μειώσεις των τελευταίων χρόνων, οι λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου εξακολουθούν να διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να σημειώνεται βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών στους πολίτες. Η μείωση των δαπανών, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, μοιραία οδηγεί σε κατάρρευση της ποιότητας και προκαλεί πιέσεις για την εκ νέου αύξηση των δαπανών.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ελληνική κοινωνία θα περίμενε να ακούσει από την πολιτική ηγεσία στη Θεσσαλονίκη ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την ιδιωτική οικονομία ικανό να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα, και να δώσει προοπτική για το μέλλον. Κάτι τέτοιο, δεδομένης της συγκυρίας και της δημοσιονομικής προσαρμογής για την οποία η χώρα έχει δεσμευθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, θα έπρεπε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον, άμεσες παρεμβάσεις ως εξής:
1. Εφαρμογή των μέτρων του Μνημονίου, περιλαμβανομένων των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς καθυστερήσεις στην επίτευξη των συμφωνηθέντων, για την εκταμίευση των δόσεων και την τόνωση της ρευστότητας στην αγορά, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της διαδικασίας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
2. Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί και ενεργοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου μέσω του Επενδυτικού Ταμείου, ώστε να προκληθεί επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.
3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» με επιτάχυνση της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου και αξιοποίηση των δυνατοτήτων για την πώληση επισφαλών απαιτήσεων και την αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η τακτική της αναμονής, ώστε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας να οδηγήσει σε ανάκαμψη των προβληματικών δανείων, για να μπορέσουν οι τράπεζες να εγγράψουν κέρδη από την ανάκτηση των προβλέψεων, δεν έχει αποδώσει καρπούς μέχρι σήμερα. Η αναδιάρθρωση, λοιπόν, των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων μπορεί να προκαλέσει αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον και να οδηγήσει στη δημιουργία πιο δυναμικών επιχειρήσεων που, απαλλαγμένες από τα χρηματοπιστωτικά και άλλα βάρη του παρελθόντος, θα μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την ίδια την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
4. Μείωση των φορολογικών συντελεστών στη βάση ενός ισοδύναμου προγράμματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και αναγκαστικής μείωσης των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου σε περίπτωση υστέρησης στην επίτευξη των στόχων επέκτασης της φορολογικής βάσης, ώστε να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων και να δοθεί ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία μέσω τόνωσης της υγιούς και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας.
5. Θέσπιση οριζόντιων φοροαπαλλαγών μέσω υπεραποσβέσεων επενδυτικών δαπανών, με όλη την επένδυση να αναγνωρίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις ως εκπεστέα δαπάνη στη χρονιά υλοποίησης της επένδυσης, ώστε να προκληθεί επενδυτικό ενδιαφέρον, αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, και έτσι οι ρυθμίσεις αυτές να είναι όσο το δυνατόν αυτοχρηματοδοτούμενες.
6. Λήψη μέτρων για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και της κατασκευαστικής δραστηριότητας.
7. Επανασχεδίαση του ΕΝΦΙΑ ώστε να μην επιβάλλεται στη συσσώρευση ακίνητης περιουσίας μέσω του συμπληρωματικού φόρου, καθώς αυτό επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και τα χιλιάδες επαγγέλματα του κατασκευαστικού κλάδου. Αντίθετα, ο ΕΝΦΙΑ πρέπει να είναι ένας χαμηλός φόρος σε κάθε ακίνητο χωρίς εξαιρέσεις, να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αντανακλώντας την αξία που προσδίδουν στο ακίνητο οι τοπικές υποδομές, και να επιβάλλεται από την τοπική αυτοδιοίκηση, με την κεντρική κυβέρνηση να ορίζει το ελάχιστο επίπεδο εσόδων που θα πρέπει να εισπραχθεί, καθώς και να φροντίζει για την είσπραξη του φόρου.
8. Εξορθολογισμός φορολογικών και μη επιβαρύνσεων στα ακίνητα και, ενδεχομένως, κατάργηση τους μέσω ενσωμάτωσης των αντίστοιχων εσόδων στη φορολογία εισοδήματος ή τον ΕΝΦΙΑ.
9. Αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στα επαγγελματικά και τα αστικά ακίνητα, ώστε να διευκολύνεται η αναμόρφωση εμπορικών δρόμων και η ανάπλαση του οικιστικού ιστού της πόλης, με ταυτόχρονη χορήγηση φοροαπαλλαγών στις σχετικές επενδύσεις εφόσον επιδιώκονται και κοινωνικοί στόχοι αύξησης της προσφοράς κατοικίας σε υποβαθμισμένες περιοχές ή πάρκων, πρασίνου, αθλητικών εγκαταστάσεων κ.λπ. που αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής της πόλης.
10. Προτεραιοποίηση της δεύτερης/εξοχικής κατοικίας και της κατασκευής υποδομών προς εκμετάλλευση των γεωπολιτικών εξελίξεων που έχουν καταστήσει την Ελλάδα χώρα υψηλής προτίμησης επισκεπτών προορισμού και κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου.
πηγή http://www.sev.org.gr/