Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ - Δεκέμβριος 2016 – Υπερχρέωση και μειωμένο εισόδημα διαβρώνουν τις καταναλωτικές προοπτικές και την εγχώρια αγορά
Η έρευνα εισοδήματος 2016 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ πιστοποιεί το αρνητικό πρόσημο που διατρέχει τη σχέση λιτότητας- επιχειρούμενης παραγωγικής αναδιάρθρωσης σε ένα περιβάλλον διευρυμένων αβεβαιοτήτων και εξωγενών κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο σπιράλ απομόχλευσης εισοδημάτων, κατανάλωσης και επένδυσης, που μας οδηγεί σε χαμηλότερη κοινωνική ευημερία και περιορισμένη δυνατότητα υπέρβασης της παγίδας στασιμότητας.
Φαίνεται ότι ο στόχος μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου κατανάλωσης προς ένα περισσότερο φιλικό μοντέλο για τη διευκόλυνση επενδύσεων αποτυγχάνει διαδοχικά εν μέσω εφαρμογής σκληρών προγραμμάτων εσωτερικής υποτίμησης, που συνδυάζουν υπερφορολόγηση, ανισότητα και κάθετη πτώση των πραγματικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης.
Οι ανισότητες που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης διευρύνονται και μέσα στο 2016, ενώ οι νέες ρυθμίσεις του τρίτου προγράμματος έχουν ήδη προσθέσει βάρη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 75% των ελληνικών νοικοκυριών διαβιώνει με πολύ χειρότερους όρους (ποσοτικούς και ποιοτικούς) σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα της κρίσης.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν με το πιο ανάγλυφο τρόπο ότι τα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των καθημερινών υποχρεώσεων. Μάλιστα, ρυθμίσεις όπως η άρση της αναστολής πλειστηριασμών, η αύξηση των φόρων σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης (τηλέφωνο, καπνός, αύξηση ΦΠΑ στα νησιά) οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που προβλέπει το νέο ασφαλιστικό αναμένεται να συρρικνώσουν περαιτέρω την δυνητική κατανάλωση.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς, τόσο η εισοδηματική όσο και η περιουσιακή κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών έχει υποστεί σημαντικές απώλειες, οι οποίες δεν είναι γραμμικές, αλλά έχουν κατά κύριο λόγο επιδράσει κατά των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Το πρόβλημα της ανισότητας λαμβάνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις διεθνώς και θεωρείται σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF- GlobalRisksReport 2017), το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού της γης νέμεται το 22% πλούτου (έρευνα 2015, έναντι 10% το 1980).
Στην Ελλάδα, η σωρευτική άσκηση πιέσεων από τους φόρους, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια για τους δανειολήπτες έχουν μεγεθύνει το βαθμό απαξίωσης των εισοδημάτων και αξιών. Η πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταδεικνύει μείωση των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών νοικοκυριών κατά 35,9%, ενώ το κατώφλι της σχετικής φτώχειας στην ελληνική περίπτωση έχει υποχωρήσει δραματικά στα 4,500€ (από 7170 το 2010, EUSILC- Eurostat). Παραδόξως, οι επιπτώσεις στις χώρες που εφάρμοσαν αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής ήταν ηπιότερες για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.
Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την άποψη ότι η οικονομική προσαρμογή στη χώρα μας ήταν πολύ οξύτερη και βίαιη για τη «μεσαία τάξη», εγείροντας ερωτηματικά για την αναγκαιότητα συνέχισης της ίδιας οικονομικής πολιτικής, που συνδυάζει μειωμένες δημόσιες δαπάνες και αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η έναρξη εφαρμογής του προγράμματος κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης παρά τις θετικές προθέσεις που φέρει ως ρύθμιση, αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» και της καταπολέμησης της φτώχειας - καθώς προβλέπει μέγιστη ενίσχυση κατ’ άτομο 200€- και ενδέχεται να οδηγήσει σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε μια ιδιότυπη ομηρία φτώχειας και απλήρωτης εργασίας. Το μέτρο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικής προστασίας, που θα συνδυάζει παροχές σε χρήμα και είδος, και θα διευθετεί αποτελεσματικά το ζήτημα της ιδιωτικής υπερχρέωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας το 75,3% των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μέσα στο 2016. Ακόμη, πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαβιούν με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (37,1% δηλώνουν εισόδημα <10,000€). Σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη των μελών (αγγίζει το 50%).
Οι αποσπασματικές επισημάνσεις διεθνών οργανισμών για νέες προσαρμογές στο επίπεδο των συντάξεων και του αφορολόγητου, πριν γίνουν ορατές οι επιπτώσεις από το προηγούμενο κύμα περικοπών και νέων έμμεσων φόρων, πυροδοτούν νέο κύμα ανασφάλειας στα νοικοκυριά, αλλά και στις επιχειρήσεις αναφορικά με το κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Άλλωστε, εξ αιτίας της κρίσης και άλλων παραγόντων, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει και ένα δομικό πρόβλημα που αφορά το δημογραφικό και την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, πάνω από 450,000 Έλληνες πολίτες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό για να βρουν εργασία, ενώ 2 στους 3 νέους (ηλικίας 18-35) εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για εργασία.
Προς αναμονή ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης και ενδεχόμενης ανάληψης νέων δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δεσμεύσεων από τη χώρα μας, η ΓΣΕΒΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη να παρασχεθεί επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος και χρόνος στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να αξιοποιηθεί για την τόνωση της επενδυτικής ζήτησης και της απασχόλησης. Παράλληλα, οι πολιτικές δυνάμεις που αρχίζουν να συγκλίνουν σε χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων – γεγονός ασφαλώς θετικό- πρέπει να εργαστούν προς την κατεύθυνση παράλληλης διαμόρφωσης ενός εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση με κίνητρα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα με χαμηλότερη φορολόγηση, αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και υιοθέτηση ενός πλαισίου ρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και δε θα εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό.
πηγή http://www.gsevee.gr/