Tuesday, February 7, 2017

Ελληνική Οικονομία - Η σημερινή γενιά καλείται να διαχειριστεί το ελληνικό χρέος, όχι να το διευθετήσει. Υπό την προϋπόθεση ότι η διαχείριση αυτή θα είναι επιτυχής, το ελληνικό χρέος θα διευθετηθεί οριστικά, ενδεχομένως, από την επόμενη γενιά Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι δεν θα έχουν συμμετάσχει στη δημιουργία του προβλήματος... - Διοικητής ΤτΕ

Επικαιρότητα - Ομιλία του Διοικητή της ΤτΕ κ. Γιάννη Στουρνάρα στην παρουσίαση του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση   - Ομιλητής: Γιάννης Στουρνάρας



Όπως επισημαίνεται στον πρόλογο του παρόντος βιβλίου, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προχώρησε στην έκδοσή του, η οποία παρουσιάζεται σήμερα, με το σκεπτικό ότι το θέμα του χρέους αποτελεί «ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας». Υπερθεματίζοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων.

Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, στις οποίες το Δημόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο με συγκυριακά αυξημένες δανειακές ανάγκες στη διάρκεια της κρίσης και χρειάστηκε να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), η συσσώρευση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μιας δυσμενούς συγκυρίας. Το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο. Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα.

Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, αλλά δυστυχώς παρέμεινε αναξιοποίητη. Σας θυμίζω ότι η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ συνοδεύτηκε από σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και για ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αξίζει να αναλογιστεί κανείς ότι τη δεκαετία 2000-2009, οι ετήσιες δαπάνες τόκων ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερες κατά 2,4% του ΑΕΠ σε σχέση με το 1999. Αυτό αντιπροσωπεύει δημοσιονομικό χώρο αντίστοιχο με περισσότερο από ‘ενάμιση ΕΝΦΙΑ’ κατ’ έτος. 

Αντί όμως η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος να λειτουργήσει ως σημείο αφετηρίας για τη διασφάλιση μιας στέρεας δημοσιονομικής και μακροοικονομικής βάσης, αντιμετωπίστηκε ως νήμα τερματισμού της δημοσιονομικής προσαρμογής, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ενταξιακής μας πορείας. Η εξοικονόμηση πόρων από τις δαπάνες τόκων την περίοδο 2000-2009 υπερκαλύφθηκε πολλαπλάσια από σημαντική αύξηση των πρωτογενών δαπανών (κατά +9,5% του ΑΕΠ), κυρίως σε συντάξεις, μισθούς και προσλήψεις. Παράλληλα, επιδεινώθηκε η διαχρονική υστέρηση των φορολογικών εσόδων (κατά -1,9% του ΑΕΠ), αντανακλώντας εν μέρει το διαχρονικό φαινόμενο της παραοικονομίας και των δομικών αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Τόσο τα ποσοτικά, όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημοσιονομικής επιδείνωσης έπληξαν σημαντικά τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και οδήγησαν στον αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τη στιγμή που οι δανειακές του ανάγκες ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο. Σας θυμίζω ότι το 2009, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, υπήρξε ένας συνδυασμός πολύ υψηλών «διδύμων» ελλειμμάτων, δηλαδή δημοσιονομικού ελλείμματος και ελλείμματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, της τάξης του 15% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος πλησίαζε ήδη το 127% του ΑΕΠ.

Η απώλεια του αξιόχρεου του κράτους επιβάρυνε επίσης τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως κατόχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ως εκ τούτου, η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί μία ιδιομορφία στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης: Σε αντίθεση δηλαδή με άλλες οικονομίες της περιφέρειας του ευρώ, όπου η πιστοληπτική ικανότητα του Δημοσίου επιβαρύνθηκε από το κόστος στήριξης του τραπεζικού κλάδου (όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία), στην Ελλάδα, ο τραπεζικός κλάδος επιβαρύνθηκε από την πιστοληπτική υποβάθμιση του Δημοσίου.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Τα μνημόνια, και όσα επακολούθησαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επιδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό να θεραπευθούν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Εξασφάλισαν, επίσης, τον απαραίτητο δανεισμό, προκειμένου να αποτραπεί η χρεοκοπία.

Οι πολιτικές, όμως, αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.


Οι λόγοι για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης, που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.





πηγή http://www.bankofgreece.gr/