Δελτίο Τύπου - 15/03/2017 - Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα στο Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος «Μακροοικονομικές εξελίξεις και η συμβολή των επενδύσεων, της έρευνας & της καινοτομίας του φαρμακευτικού κλάδου στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο
Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα. Θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και ορισμένες προτάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση του ήδη σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει ο φαρμακευτικός κλάδος στην πορεία μετάβασης της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Α) Πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία
Σε αντίθεση με άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης που επίσης πέρασαν τη δοκιμασία Μνημονίων, δηλαδή προγραμμάτων προσαρμογής και χρηματοδότησης, αλλά εξήλθαν επιτυχώς, η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει σε αυτά και σε καθεστώς οικονομικής στασιμότητας. Ο κύριος λόγος, αλλά όχι ο μοναδικός, για αυτήν την ασυμμετρία, είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης να υιοθετήσουμε εγκαίρως τις απαραίτητες αλλαγές. Σήμερα έχουμε ολοκληρώσει περίπου το 90% των απαραίτητων προσαρμογών, δηλαδή βρισκόμαστε κοντά στο τέλος, αλλά το διάστημα που πέρασε για να γίνει αυτό είναι εξαιρετικά μεγάλο: επτά χρόνια, πέντε κυβερνήσεις, επτά υπουργοί οικονομικών. Στο διάστημα αυτό το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%.
Το 2014 ήταν η μόνη χρονιά από το 2008 μέχρι σήμερα που καταγράφηκε θετικός (αλλά μικρός) ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, αυτή η μικρή θετική δυναμική χάθηκε το 2015.
Το 2015 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2%. Το πρώτο εξάμηνο επικράτησαν ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, όταν κορυφώθηκε η αβεβαιότητα, ως προς τη θέση της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Το δεύτερο εξάμηνο η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά μετά τη συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής. Επιβλήθηκαν όμως αυστηροί - τουλάχιστον στην πρώτη φάση τους - περιορισμοί στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων προκειμένου να προστατευθεί η καταθετική βάση, αλλά και το τραπεζικό σύστημα αυτό καθεαυτό. Οι περιορισμοί αυτοί επηρέασαν αρνητικά την οικονομία.
Η ύφεση συνεχίστηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2016, ενώ η οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Εντούτοις, η αρχική εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3% για το 2016 ως σύνολο, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω λίγες εβδομάδες μετά. Συνολικά για το 2016, το ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές έτους 2010, παρέμεινε στάσιμο, η απασχόληση ενισχύθηκε και μειώθηκε η ανεργία, αν και παραμένει πολύ υψηλή.
Το τέταρτο τρίμηνο του 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,1% σε ετήσια βάση (-1,2% σε τριμηνιαία βάση), πτώση που αποδίδεται κυρίως στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Ενώ η σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, η ιδιωτική κατανάλωση, αυξήθηκε κατά 1,1%, η υστέρηση των επενδύσεων το τελευταίο τρίμηνο του έτους αποδίδεται κυρίως στην αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτή η αβεβαιότητα επηρέασε τις επενδυτικές αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα. Αποδίδεται όμως και στην καθυστέρηση στην απορρόφηση των επενδυτικών κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επηρέασε σημαντικά τις δημόσιες επενδύσεις.
Η αβεβαιότητα όμως συνεχίζεται, και εξηγεί την υποχώρηση των δεικτών εμπιστοσύνης τους πρώτους μήνες του 2017. Η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, μέσω ενός συμβιβασμού για την άμβλυνση των διαφορών μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών, και η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, αποτελούν πλέον μονόδρομο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι παρατεταμένες περίοδοι διαπραγμάτευσης επιδρούν αρνητικά στην οικονομία. Αντιθέτως, η θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται με ταχείς ρυθμούς στο οικονομικό κλίμα και στα οικονομικά μεγέθη. Συνεπώς, βασική προϋπόθεση, πλέον, για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 είναι η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Όμως, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια θεράπευσαν σε μεγάλο βαθμό σωρευμένες παθογένειες και διαρθρωτικές ατέλειες, επιτρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τη βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Στο τελευταίο στάδιο που διανύουμε, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι λίγα σε σχέση με τον μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής πήρε πολύ χρόνο, αλλά έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, όπως αυτό αντανακλάται και στα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή από το 2009 μέχρι σήμερα, έχει επιτευχθεί σχεδόν το 90% της απαιτούμενης μέχρι το 2018 προσαρμογής: από πρωτογενές έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2009, το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε γύρω στο 2% του ΑΕΠ, έναντι τελικού στόχου 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έχουν ήδη γίνει, συνέβαλαν καθοριστικά, αφενός στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και, αφετέρου, στο να περάσουμε σε ένα στάδιο ανάκαμψης που χαρακτηρίζεται από υψηλή ελαστικότητα μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και αύξησης της απασχόλησης. Μάλιστα, ακόμα και το 2015, όταν οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν αρνητικοί, παρατηρήθηκε θετικός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης.
Αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προαναφέρθηκαν είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς, αναπτυξιακού προτύπου, με έμφαση στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Το μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, σε σχέση με των μη εμπορεύσιμων, αυξάνεται από το 2010 – είτε μετρηθεί σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, είτε απασχόλησης, είτε όγκου προϊόντος. Ο λόγος των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς των μη εμπορεύσιμων έχει επίσης αυξηθεί, ενθαρρύνοντας τους πόρους της οικονομίας να μετακινηθούν προς τα εμπορεύσιμα. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού αντανακλάται και στη σημαντική αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν περίπου διπλασιαστεί από το 2009 μέχρι σήμερα. Η σχετικά χαμηλή επίδοση των εξαγωγών υπηρεσιών σχετίζεται με τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ο τουρισμός σημείωσε χαμηλές επιδόσεις το 2011-2012 λόγω της αβεβαιότητας, αλλά έκτοτε παρουσιάζει μεγάλη άνοδο. Η ναυτιλία έχει καταγράψει χαμηλές επιδόσεις, κυρίως λόγω παγκοσμίων παραγόντων και, τελευταία, λόγω της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Η πορεία αυτή μπορεί όχι μόνο να συνεχιστεί αλλά και να ενισχυθεί, στηριζόμενη στα διαθέσιμα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, τα οποία, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας και απραξίας, είναι έτοιμα να ενεργοποιηθούν, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Η ελληνική οικονομία, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, κατέβαλε επίπονη προσπάθεια και πέτυχε την εξάλειψη σωρευμένων σημαντικών διαρθρωτικών ατελειών και ανισορροπιών, επιδεικνύοντας ισχυρές αντοχές. Τα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, και ιδιαιτέρως του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει, είναι αξιόλογα και έτοιμα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθούν και να ωθήσουν την οικονομία σε έναν ενάρετο αναπτυξιακό κύκλο. Αναπτυξιακό κύκλο που δεν θα είναι εσωστρεφής και δεν θα στηρίζεται στο δανεισμό, αλλά εξωστρεφής, με βασικό πυλώνα τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
πηγή http://www.bankofgreece.gr/
|