Δελτίο Τύπου - Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ - Δεκέμβριος 2017 – Σταθεροποίηση της οικονομίας και της κατανάλωσης με χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον
Η έρευνα εισοδήματος και δαπανών νοικοκυριών 2017 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αναδεικνύει τους σημαντικούς περιορισμούς που διέπουν την εγχώρια ζήτηση ως μηχανισμού τροφοδότησης του ΑΕΠ και επικυρώνει τις διεθνείς τάσεις που εντοπίζονται σχετικά με την ασθενική εισοδηματική κινητικότητα και την καθήλωση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων η οποία ενώ εκδηλώθηκε γενικευμένα τη δεκαετία του 2000, εμπεδώθηκε μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Στην ελληνική περίπτωση, κρίσιμη παράμετρος αποτέλεσε σαφέστατα η εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης, που εκκίνησε με σημαντική υστέρηση έναντι της παγκόσμιας κρίσης και σε κάποιο βαθμό ενσωμάτωσε μέρος της επίδρασης της συσταλτικής οικονομικής πολιτικής και της υποχώρησης των πολιτικών και θεσμών κοινωνικής προστασίας.
Τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ενισχύουν την υπόθεση της σχετικής σταθεροποίησης της οικονομίας, της ενίσχυσης της απασχόλησης και συνακόλουθα της εγχώριας κατανάλωσης, χωρίς όμως αυτό να συνδέεται με βελτίωση του επιπέδου ευημερίας για την πλειονότητα των νοικοκυριών, ούτε με δομικές αλλαγές στο μοντέλο ζήτησης. Από τα επίσημα στοιχεία γίνεται σαφές ότι η σύνθεση του εθνικού εισοδήματος παραμένει αναλλοίωτη, καθώς η σχέση κατανάλωσης- επένδυσης δε μεταβλήθηκε σημαντικά μέσα στην κρίση (90% ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση-10% ακαθάριστος σχηματισμός παγίου, προβλέψεις Ευρωπαϊκής Επιτροπής, φθινόπωρο 2017). Ενώ οι επί μέρους όροι του ΑΕΠ δείχνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημα περιορίστηκε και το 2017, η ιδιωτική κατανάλωση σημείωσε μια οριακή αύξηση, που ωστόσο αδυνατεί να ενισχύσει τις προοπτικές μεγέθυνσης. Η συγκεκριμένη παραδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι η αποκλιμάκωση της ανεργίας συνδέεται με περισσότερες επισφαλείς και μερικής απασχόλησης θέσεις εργασίας, με χαμηλότερες απολαβές και έκθεση σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικής αποστέρησης. Το παράδοξο της αύξησης της κατανάλωσης, εν μέσω περιοριστικής οικονομικής πολιτικής προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αυξημένη ροπή για κατανάλωση, η οποία διακρίνει τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια και ειδικά τις ομάδες πληθυσμού που εισέρχονται στην αγορά έναντι χαμηλών απολαβών.
Οι παραπάνω τάσεις σταθεροποίησης της οικονομίας που εμφανίζονται σε διαφορετικές έρευνες δεν αναιρούν την παγίωση του φαινομένου διεύρυνσης της ανισότητας μεταξύ χαμηλών, μεσαίων και υψηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών. Άλλωστε, θα ήταν δομικό σφάλμα να αξιολογηθεί η ελληνική περίπτωση σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από αυτό που διαμορφώθηκε σε διεθνές επίπεδο την τελευταία δεκαετία. Ανεξάρτητα ινστιτούτα και επιστημονικοί φορείς διατυπώνουν πλέον ευθέως την άποψη ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος βιωσιμότητας του υφιστάμενου κοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης. Σύμφωνα με το World Inequality Report, το 2050, - ξεκινώντας από την υπόθεση πως οι χώρες θα συνεχίσουν να ακολουθούν το ίδιο μοντέλο συσσώρευσης πλούτου- , η παγκόσμια ανισότητα θα αυξηθεί, με το 50% των φτωχότερων νοικοκυριών να κατέχει λιγότερο από 10% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το 1% των πλουσιότερων περί του 25% του παγκόσμιου πλούτου. Δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις καθίστανται ολοένα πιο αποδυναμωμένες και φτωχότερες, θα αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των δημοσίων δαπανών, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων όσο και σε παροχές κοινωνικής πολιτικής (πχ ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης). Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ανισότητας και της πρόσβασης σε βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής τίθεται πλέον διεθνώς ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή και την οικονομική δημοκρατία. Άλλωστε, ο αέναος στόχος των λεόντειων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και τα οποία υπερβαίνουν την πρόβλεψη για την οικονομική μεγέθυνση οδηγεί σε απόσπαση πόρων από την πραγματική οικονομία λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού προγράμματος, με έμφαση την κοινωνική ευημερία και τη μείωση των ανισοτήτων.
Παράλληλα με τις εξελίξεις στην εισοδηματική κατανομή, παρατηρείται μια παγίωση των συνθηκών της υπερχρέωσης και αδυναμίας πληρωμών, κυρίως ως προς το σκέλος της δυνατότητας εξυπηρέτησης του τραπεζικού δανεισμού. Έτσι, στην έρευνα παρατηρούνται δυο φαινομενικά αντιφατικά αποτελέσματα: από τη μια αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές, και από την άλλη μειώνεται το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι δε θα πληρώσουν στο μέλλον. Άλλωστε, στην ισχύουσα κατάσταση παρουσιάζεται το παράδοξο να επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά να εκτοξεύεται το ύψος των μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στην αδυναμία ικανοποιητικής διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και αποτελεσματικής ρύθμισης των κόκκινων δανείων. Σε δεύτερο επίπεδο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα του φορολογικού ανταγωνισμού και της φοροαποφυγής αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα, όμως στην ελληνική περίπτωση αποκτά δομικά χαρακτηριστικά εξ αιτίας της εμβάθυνσης της οικονομικής κρίσης και του αδιεξόδου που συναρτάται με τους αμφιλεγόμενους στόχους των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης.
Σχετικά με τις πρόσφατες παρεμβάσεις που έλαβαν τη μορφή στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, εκτιμάται ότι διαμορφώνουν ένα ελάχιστο, έστω παροδικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας και οικονομικής επανένταξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που ήταν αναγκαία, αλλά δεν είναι ικανή συνθήκη περιορισμού των τάσεων ανισότητας. Σήμερα απαιτούνται διευρυμένες και διαρκείς θεσμικές παρεμβάσεις που θα αφορούν στο σύνολο των νοικοκυριών και θα εμπεδώνουν αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας και προοπτικής.
πηγή http://www.gsevee.gr/